Η λέξη τουμπεκί έχει τουρκική καταγωγή (τουρκ. toumbeki / ιταλ. tabacco),

κυριολεκτικά σημαίνει «καπνός για το ναργιλέ» και ανήκει στο είδος Nicotiana rustica.
Το τουμπεκί ήταν η τέχνη των ταμπήδων (αυτοί που έφτιαχναν τον καφέ) στα καφενεία της παλιάς εποχής, οι οποίοι, αφού μούσκευαν τον καπνό, μετά τον έκοβαν σε ψιλά κομματάκια και τον χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για το ναργιλέ. 
Όσο πιο «ψιλό» το έκοβε, τόσο τεχνίτης ήταν ο ταμπής, και όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί, τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του. 
Επειδή συχνά οι ταμπήδες έπιαναν την κουβέντα με τους θαμώνες των καφενείων και αργούσαν να δώσουν το ναργιλέ στον πελάτη, εκείνος φώναζε: «κάνε τουμπεκί», δηλαδή «ετοίμασε τον καπνό για το ναργιλέ και σταμάτα την κουβέντα».
Σήμερα, όταν λέμε σε κάποιον «κάνε τουμπεκί» ή «κάνε τουμπεκί ψιλοκομμένο», του ζητάμε να μη μιλάει, να σωπάσει, επειδή αυτοί, που κάπνιζαν το τουμπεκί στο ναργιλέ τους, περνούσαν ώρες, καπνίζοντας αμίλητοι.
Η λέξη χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ρεμπέτικα τραγούδια, όπως:
«Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Κοίταξε τριγύρω, οι μάγκες κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί».
Ήταν μια ομάδα από ετερόκλητους μεταξύ τους ανθρώπους, που αυτοονομάστηκε «Τάγμα Τουμπεκί», ονομασία που οφειλόταν στον κώδικα επικοινωνίας, τον «κώδικα τουμπεκί», μια γλώσσα συνθηματική, μη αντιληπτή από τους άλλους, που είχαν καθιερώσει μεταξύ τους.
Το 1923 δημιουργήθηκε το «Τάγμα Τουμπεκί», πειθαρχικός ουλαμός στο Καλπάκι (χωριό έξω από τα Γιάνενα), που αποτελούσε τόπο απομόνωσης, για όλα τα «επικίνδυνα» στοιχεία της κοινωνίας.