Όσο περνούν τα χρόνια, αυτή η μαλακία


που γέμιζες με χαρτί τα πλαστικά ρόπαλα και κοπάναγες τους μαλάκες στις απόκριες, δε μου φαίνεται και τόσο μαλακία...

Πεθαίνουν δυο άνθρωποι , συναντιούνται στον παράδεισο και λέει ο ένας:


- Πώς πέθανες;
- Από συγκοπή. Εσύ;
- Από πνευμονία, αλλα εσύ πες μου πώς έπαθες τη συγκοπή;
- Ήμουν στη δουλειά , με πήρε ένας άγνωστος στο τηλέφωνο και μου είπε:
Η γυναίκα σου σε απατάει. Aφησα αμέσως τη δουλειά, πήρα το αμάξι και πήγα στο σπίτι. Μπήκα στην κρεβατοκάμαρα δεν βρήκα τίποτα. Στο μπάνιο τα ίδια.
Στο πατάρι τα ίδια και στη κουζίνα τα ίδια και από τη χαρά μου έπαθα συγκοπή.
-Α..Ρε χαζέ!Αν άνοιγες το ψυγείο τώρα θα ζούσαμε και οι δύο !!!

Ήταν ένας πόντιος ο οποίος είχε καταταχτεί στους αλεξιπτωτιστές.


Στην πρώτη του πτώση πλησιάζει το λοχία και του λέει :
- Δεν μου λες λοχία και αν δεν ανοίξει το αλεξίπτωτο τί κάνουμε;
- Αν δεν ανοίξει τραβάς αυτό το κορδονάκι και ανοίγει.
- Και αν δεν ανοίξει πάλι;
- Ε! αν δεν ανοίξει τραβάς το άλλο κορδονάκι και ανοίγει σίγουρα.
- Και αν πάλι δεν ανοίξει;
- Αν δεν ανοίξει και με αυτό κάνε την προσευχή σου και πες “βοήθα με Αγιε Φανούρη”.
Μετά από λίγη ώρα έφτασαν στο σημείο που θα έπεφταν, ανοίγει την πόρτα ο λοχίας, πέφτουν οι στρατιώτες, την κλείνει και φεύγει. Μετά από πέντε λεπτά ακούει χτύπους στην πόρτα. Περίεργος ο λοχίας πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα και τι να δει; Τον Πόντιο να αιωρείται και να του λέει :
- Πώς τον είπαμε τον άγιο;

Ένας ναυαγός φτάνει σε ένα ερημονήσι.


Πάνω που είχε απελπιστεί, βλέπει μια σχεδία να πλησιάζει. Η σχεδία είχε επάνω της έξι εκθαμβωτικές γυναίκες, από το ίδιο ναυάγιο.

Οι πρώτες βδομάδες πέρασαν πολύ χαρούμενα. Μάλιστα, έβαλε και πρόγραμμα και έκανε έρωτα με μια κάθε μέρα. Την Κυριακή ξεκουραζόταν. Σιγά σιγά, όμως, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Εξαντλημένος τελείως, βλέπει ένα πρωινό μια σχεδία να πλησιάζει.

Ο ναυαγός ήταν άντρας και ο… παλιός ναυαγός πάει να τρελαθεί από τη χαρά του.

Με το που βλέπει ο τύπος με τη σχεδία έξι γυναίκες, λέει μ αδερφίστικη φωνή: »Καλέ, σαν πολλές δεν μαζευτήκαμε εδώ;».

Και ο άντρας: »Ωχ, πάει και η Κυριακή μου»!

Ο Μήτσος ξυπνάει στο σπίτι του με ένα τρομερό πονοκέφαλο.


Με το ζόρι ανοίγει τα μάτια και βλέπει ένα κουτί ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Ανακάθεται στο κρεβάτι και βλέπει τα ρούχα του μπροστά του, καθαρά και σιδερωμένα. Όλο το δωμάτιο τακτοποιημένο και πεντακάθαρο. Παίρνει μια ασπιρίνη, πίνει νερό και βλέπει ένα σημείωμα : "Αγάπη μου, το πρωινό είναι ζεστό στον φούρνο, έφυγα νωρίς για ψώνια. Φιλάκια, Σε Αγαπώ γλυκέ μου". Κατεβαίνει στην κουζίνα, βρίσκει ένα ζεστό υπέροχο πρωινό, την πρωινή εφημερίδα και τον 12χρονο γιο του στο τραπέζι.
- Γιε μου, μήπως συνέβη κάτι χτες βράδυ; αναρωτιέται ο τύπος.
Απαντά ο γιος :
- Λοιπόν πατέρα, ήρθες σπίτι κατά τις 4 το πρωί τύφλα στο μεθύσι, ξέρασες στο σαλόνι, έσπασες κάποια πράγματα, έπεσες από την σκάλα και μαύρισες το μάτι σου.
- Ωχ, και πως είναι όλα τόσο τακτοποιημένα; Και το πρωινό να είναι έτοιμο για μένα;
Και απαντά ο γιος :
- Να, όταν η μαμά σε έσυρε στο κρεβάτι και σου έβγαλε το παντελόνι για να ξαπλώσεις, εσύ είπες : "Κυρία μου αφήστε με ήσυχο! Είμαι παντρεμένος!"