ΘΕΜΑ ΕΚΘΕΣΗΣ Σκέφτομαι και γράφω : Η Οικογένειά μου.


Με λένε Χρηστάκη και το σπίτι μου είναι ένα μπ******λο. Εγώ δε ξέρω τι είναι μπ******λο, ρώτησα τη δασκάλα και δε μου έλεγε, αλλά ο μπαμπάς έτσι λέει όταν φτάνει το βράδυ σπίτι: «Πάλι μπ******λο είναι το σπίτι», και μετά βρίζεται με τη μαμά. Εγώ αγαπώ το σπίτι μου, άρα νομίζω ότι το μπ******λο είναι κάτι καλό.
Μάλλον πρέπει να λένε μπ******λα τα παλιά σπίτια με πολλά άτομα μέσα και παιχνίδια πεταμένα στο σαλόνι και πολλά παιδάκια να τρέχουν εδώ κι εκεί.
Λέω στη μαμά να με πάει σε μπ******λο για να δω, για να δω της το λέω, αλλά αυτή με δέρνει.
Εγώ με τα αδέρφια μου μένουμε στα τρία υπνοδωμάτια του σπιτιού. Οι γονείς μας μένουν στο σαλόνι.
Εγώ είμαι δέκα χρονών, κι έχω 4 αδερφές πιο μικρές και 7 αδέρφια πιο μεγάλα, τέσσερους αδερφούς και τρεις αδερφές. Δεν θυμάμαι ολωνών τα ονόματα, ελπίζω να μη με μαλώσετε. Κοιμάμαι στο δωμάτιο με τους τέσσερους αδερφούς μου, στο άλλο κοιμούνται οι αδερφές μου και στο άλλο πάλι οι αδερφές μου.
Όσοι ξένοι έρχονται σπίτι και μας βλέπουν όλα μαζί γελάνε και λένε μπράβο και άλλα τέτοια, και άλλοι αστειεύονται και λένε να κάνουμε ομάδα ποδοσφαίρου. Ο αδερφός μου ο Πέτρος τότε τσατίζεται και τους βρίζει, «Αυτή τη μ*****α την έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές», και ο ξένος ξινίζει τα μούτρα του.
Ο Πέτρος είναι 20 χρονών. Έχει τελειώσει το σχολείο και πάει πανεπιστήμιο. Ρώτησα τη μαμά τι είναι πανεπιστήμιο, μου είπε ότι είναι σαν το σχολείο, αλλά μεγαλύτερο. Εγώ όμως δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι θα μοιάζει πιο πολύ με το σπίτι μας. Το λέω αυτό γιατί μια φορά ήρθε ο Πέτρος σπίτι και πέταξε την τσάντα του στο πάτωμα και φώναξε: «Το κλείσαν το μπ******λο!» Αρα το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ένα μέρος με πολλά παιδιά και πολλή φασαρία και να είναι παλιό και να μην έχει λάμπα στο διάδρομο.
Εγώ με τα αδέρφια μου μας αρέσει να παίζουμε στο σαλόνι. Εκεί είναι και το κασετόφωνο και ακούμε μουσική. Συνήθως μαλώνει ο Γιώργος με την αδερφή μου που δε θυμάμαι πώς τη λένε κι ελπίζω να μη με μαλώσετε, για το τι μουσική θα ακούσουνε.
Καμιά φορά ακούει μουσική η αδερφή μου που δε θυμάμαι πώς τη λένε κι ελπίζω να μη με μαλώσετε και τραγουδά εκεί μια και λέει ότι υποφέρει πολύ, και τότε μπαίνει στο σαλόνι ο Γιώργος και λέει «τι παπάρες ακούς ρε πάλι» και αλλάζει την κασέτα και τότε ακούγονται κάτι ντάπα ντούπα και τα άλλα παιδιά φεύγουν από το δωμάτιο, αλλά εγώ μένω γιατί μετά αρχίζουν να βρίζονται κι εγώ γελάω πολύ.
Η αδερφή μου -μη με μαλώσετε- λέει το Γιώργο κάφρο κι ο Γιώργος τη λέει σκυλί. Αρα έχουμε και κατοικίδια στο σπίτι μας, που είναι μπ******λο. Το βράδυ ο μπαμπάς και η μαμά αρρωσταίνουν. Γι αυτό και δεν μας αφήνουν να πηγαίνουμε στο σαλόνι το βράδυ, για να μην κολλήσουμε κι εμείς. Και η μαμά και ο μπαμπάς φωνάζουν σα να πονάνε, πιο πολύ η μαμά. Εγώ θέλω να πάω να δω τι πάθανε, αλλά τα αδέρφια μου δεν με αφήνουν. Θα φοβούνται κι αυτοί μήπως κολλήσω κι εγώ.
Πάντως μια φορά που πήγα κρυφά στο σαλόνι είδα τη μαμά και τον μπαμπά να έχουν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο, και φώναζαν, επειδή δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν. Έτρεξα τότες κι εγώ να βοηθήσω να ξεκολλήσουν, αλλά ο μπαμπάς όταν με είδε τσατίστηκε και με είπε μαλακισμένο και μου είπε φύγε και μου πέταξε και την παντόφλα. Θα φοβήθηκε κι αυτός μήπως κολλήσω κι εγώ.
Την επομένη ο Πέτρος μου είπε ότι είμαστε δώδεκα αδέρφια επειδή δεν έχουμε τηλεόραση, αλλά εγώ δεν τον κατάλαβα.