λίγες μέρες μετά τη γιορτή του δέχεται ένα μεγάλο κουτί ως δώρο από έναν άγνωστο αποστολέα.
Το ανοίγει και βλέπει ότι μέσα στο κουτί ήταν ένας παπαγάλος.
«Ωραία», σκέφτεται, «ένα πανέμορφο πουλί για συντροφιά είναι ό,τι πρέπει».
-Μιλάς καθόλου; ρωτάει χαμογελαστός τον παπαγάλο.
-Τι λε ρε καραγκιόζη; -του λέει ο παπαγάλος- εγώ αν μιλάω ή εσύ ρε μπούφο που δεν μπορείς να ολοκληρώσεις ένα νόημα, ρε βλήμ@, ρε έτσι, ρε αλλιώς... κ.λπ. ένα υβρεολόγιο απίστευτο, σα ναύτης στο λιμάνι.
Ο Φώτης τα έχασε.
-Σε παρακαλώ, λέει στον παπαγάλο, σταμάτα μας ακούει η γειτονιά.
-Σε πειράζει η γειτονιά, ρε κακομοίρη -φωνάζει ο παπαγάλος- και δεν σε πειράζει που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από τον καναπέ, παράσιτο, καμένε, ρε έτσι, ρε αλλιώς και πάλι ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο με όλο και μεγαλύτερη ένταση φωνής.
Ο Φώτης δεν ήξερε τι να κάνει.
Προσπαθούσε να σταματήσει τον παπαγάλο αλλά εκείνος τον έβριζε φωνάζοντας όλο και περισσότερο.
Στην απόγνωσή του ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει τον παπαγάλο στην κατάψυξη του ψυγείου.
Ο παπαγάλος και μέσα από την κατάψυξη συνέχιζε να βρίζει.
Ξαφνικά μετά από 3 λεπτά ο παπαγάλος σταμάτησε και απλώθηκε σιωπή.
Ο Φώτης ανακουφίστηκε στην αρχή αλλά αμέσως σκέφτηκε:
«Ρε συ το σκότωσα το πουλί. Εντάξει βρίζει αλλά όχι και να το σκοτώσω. Μπορώ να το επιστρέψω».
Άνοιξε αμέσως την κατάψυξη. Ο παπαγάλος βγήκε με σοβαρό ύφος και ψιλοτρέμοντας είπε:
«Λυπάμαι για την επιθετική συμπεριφορά μου και ζητώ συγγνώμη γι' αυτή. Ομολογώ ότι παρεκτράπηκα και δηλώνω ότι θα κάνω προσπάθεια να διορθωθώ στο μέλλον».
Ο Φώτης έμεινε άναυδος για μια στιγμή.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συνέβη ο παπαγάλος ρώτησε:
«Μπορώ να μάθω τι σου είχε κάνει το κοτόπουλο;»
Το ανοίγει και βλέπει ότι μέσα στο κουτί ήταν ένας παπαγάλος.
«Ωραία», σκέφτεται, «ένα πανέμορφο πουλί για συντροφιά είναι ό,τι πρέπει».
-Μιλάς καθόλου; ρωτάει χαμογελαστός τον παπαγάλο.
-Τι λε ρε καραγκιόζη; -του λέει ο παπαγάλος- εγώ αν μιλάω ή εσύ ρε μπούφο που δεν μπορείς να ολοκληρώσεις ένα νόημα, ρε βλήμ@, ρε έτσι, ρε αλλιώς... κ.λπ. ένα υβρεολόγιο απίστευτο, σα ναύτης στο λιμάνι.
Ο Φώτης τα έχασε.
-Σε παρακαλώ, λέει στον παπαγάλο, σταμάτα μας ακούει η γειτονιά.
-Σε πειράζει η γειτονιά, ρε κακομοίρη -φωνάζει ο παπαγάλος- και δεν σε πειράζει που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από τον καναπέ, παράσιτο, καμένε, ρε έτσι, ρε αλλιώς και πάλι ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο με όλο και μεγαλύτερη ένταση φωνής.
Ο Φώτης δεν ήξερε τι να κάνει.
Προσπαθούσε να σταματήσει τον παπαγάλο αλλά εκείνος τον έβριζε φωνάζοντας όλο και περισσότερο.
Στην απόγνωσή του ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει τον παπαγάλο στην κατάψυξη του ψυγείου.
Ο παπαγάλος και μέσα από την κατάψυξη συνέχιζε να βρίζει.
Ξαφνικά μετά από 3 λεπτά ο παπαγάλος σταμάτησε και απλώθηκε σιωπή.
Ο Φώτης ανακουφίστηκε στην αρχή αλλά αμέσως σκέφτηκε:
«Ρε συ το σκότωσα το πουλί. Εντάξει βρίζει αλλά όχι και να το σκοτώσω. Μπορώ να το επιστρέψω».
Άνοιξε αμέσως την κατάψυξη. Ο παπαγάλος βγήκε με σοβαρό ύφος και ψιλοτρέμοντας είπε:
«Λυπάμαι για την επιθετική συμπεριφορά μου και ζητώ συγγνώμη γι' αυτή. Ομολογώ ότι παρεκτράπηκα και δηλώνω ότι θα κάνω προσπάθεια να διορθωθώ στο μέλλον».
Ο Φώτης έμεινε άναυδος για μια στιγμή.
Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συνέβη ο παπαγάλος ρώτησε:
«Μπορώ να μάθω τι σου είχε κάνει το κοτόπουλο;»