Ήταν ένας γάιδαρος, με μεγάλα αυτιά, τ’ άρεσαν, τα ψέματα, τ’ άρεσαν τα «θα».


Στο μυαλό, του κόλλησε, για να κυβερνήσει. «Οι άλλοι, είναι χειρότεροι. Ειμ’ η μόνη λύση»!
Στο μπαλκόνι, ανέβηκε, ούρλιαξαν, τα πλήθη, έτοιμα ν’ ακούσουνε, κι άλλο παραμύθι.
Άνοιξε το στόμα του, για να τους τυλίξει. Τόση πρόβα έκανε, μόνο να γκαρίξει!
Τελικά, ο κυρ γάιδαρος, πήρε τα πρωτεία. Πάλι ο κόσμος έκατσε, στο ένα απ’ τα τρία!
Γεια χαρά σου, γάιδαρε, είσαι πρώτη μάρκα. Εύκολα τον έπιασες, το λαό, μαλάκα!
Το χρειάζεται ο λαός, φαίνεται πως το’ χει, να του βάζει ο γάιδαρος, από κείνη, πο’ χει!
Ήταν ένας γάιδαρος, μα ήρθανε τρακόσοι.
Τα χορτάρια, που’ φαγαν, ποιός θα τα πληρώσει;