Μια φορά ένας συνάντησε έναν φίλο του που είχε να τον δει χρόνια ντυμένο καλόγερο.


-Μπα, έγινες καλόγερος;
-Ναι.
-Και πώς είναι η καλογηρική ζωή;
-Πολύ ωραία. Ξυπνάμε το πρωί, προσευχόμαστε, τελούμε τον όρθρο, παίρνουμε πρωινό κλπ κλπ. Το μοναστήρι μας είναι πολύ ωραίο, έχουμε πολλούς θησαυρούς, ιερά κειμήλια κλπ κλπ κι έχουμε κι ένα δωμάτιο μ ένα Μεγάλο Μυστικό.
-Τι μυστικό;
-Δεν μπορώ να στο πω, πρέπει να γίνεις καλόγερος για να το μάθεις.
Αποφασίζει, λοιπόν ο φίλος μας να γίνει καλόγερος για να γνωρίσει το μεγάλο μυστικό. Μπαίνει, λοιπόν στο μοναστήρι και ζητάει να δει το μεγάλο μυστικό. Βγαίνουν, λοιπόν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάνε ένα γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, περνάν ένα μακρύ μονοπάτι, φτάνουν σε ένα μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν μια μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν μια μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν κάτι σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν σ ένα δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, φτάνουν μπροστά σε μια πόρτα. Εκεί που είναι έτοιμοι να την ανοίξουν θυμούνται ότι δεν τον έχουν κάνει ακόμη καλόγερο οπότε δεν μπορεί ακόμη να γνωρίσει το Μεγάλο Μυστικό.
Ξεκινούν, λοιπόν να γυρίσουν πίσω. Ανεβαίνουν μια ανηφόρα, κατεβαίνουν μια κατηφόρα, παίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, στρίβουν αριστερά, κατεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, παίρνουν το μακρύ μονοπάτι, στρίβουν αριστερά, περνάν το γεφυράκι, κατεβαίνουν τη κατηφόρα και μπαίνουν μέσα στο μοναστήρι. Αφού, λοιπόν το κάνουν καλόγερο πάνε να του δείξουν το Μεγάλο Μυστικό.
Βγαίνουν έξω, ανεβαίνουν μια ανηφόρα, περνάν το γεφυράκι, στρίβουν δεξιά, πέραν το μακρύ μονοπάτι, φτάνουν στο μεγάλο δένδρο, ανεβαίνουν τη μεγάλη ανηφόρα, κατεβαίνουν τη μεγάλη κατηφόρα, στρίβουν αριστερά, ανεβαίνουν τις σκάλες, στρίβουν δεξιά, μπαίνουν στο δάσος, βγαίνουν απ το δάσος, ανεβαίνουν την ανηφόρα, κατεβαίνουν την κατηφόρα, φτάνουν μπροστά στη πόρτα. Εκεί που πάνε να την ανοίξουν...