Σε μιά ραχούλα καθόνταν ο Σήφης και ο Μανούσος και αγνάντευαν την δύση του ήλιου στον Ψηλορείτη.

Κάποια στιγμή πλησιάζει ένας τουρίστας καί τους λέει:
- Ντου γιου σπικ ιγκλις;
Κοιτιώνται οι δυό τους και απαντάει ο Μανούσος:
- Τς.
- Σπρέχεν ζι ντόιτς;
- Τς.
- Παρλάρε ιταλιάνο;
- Τς.
- Παρλέ βου φρανσέ;
- Τς.
- Πάρλα εσπανιόλ;
- Τς.
Απογοητευμένος ο τουρίστας απομακρύνεται. Λέει ο Σήφης του Μανούσου:
- Μωρέ Μανούσο…
- Μμμμ;
- Μωρέ Μανούσο εν κατέομε καμμιά ξένη γλώσσα. Πρέπει να πάμε να μάθουμε καμμία…
- Γιάντα μωρέ Σήφη; Ήντα να τηνε κάμομε;
- Ε, τί… Για να μπορούμε να συνεννοηθούμε.
- Και τούτος που ήξευρε πέντε μωρέ, συνεννοήθηκε;