και έτσι αποφασίζει να του μαγειρέψει στιφάδο που είναι δύσκολο και ξέρει ότι του αρέσει πολύ.
Σκοτώνετε η Σουμέλα όλη μέρα στη κουζίνα και μάλιστα από βραδύς με μαρινάρισμα τα στο κρασί κλπ. Το απόγευμα που γυρίζει αυτός από το γραφείο, βρίσκει το τραπέζι στρωμένο τέλεια, με κεριά αναμμένα και όλα τα σχετικά και ρωτάει τη γυναίκα του:
-Σουμέλα τι είναι αυτό που μυρίζει έτσι ωραία;
-Στιφάδο Κωστίκα μου, του απαντάει εκείνη.
Κάθεται αυτός στο τραπέζι με ευχαρίστηση, δοκιμάζει το φαγητό και λέει:
- Ωραίο, Σουμέλα μου το στιφάδο σου, αλλά η μαμά μου βάζει και κανέλα και γίνεται καταπληκτικό! Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή για να το κάνεις ίδιο.
Απογοητεύεται η καημένη η Σουμέλα που είχε κατακουραστεί για το στιφάδο του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Την άλλη μέρα αποφασίζει να του φτιάξει μουσακά, που ήξερε ότι του αρέσει κι αυτό πολύ.
Βάζει λοιπόν τα δυνατά της και σκοτώνεται όλη μέρα στα τηγανίσματα της μελιτζάνας, να φτιάξει πικάντικο τον κιμά, μπεσαμέλ, φούρνο κλπ. ώστε να τον εντυπωσιάσει αυτή τη φορά!
Το απόγευμα που γυρίζει αυτός από το γραφείο, βρίσκει το τραπέζι πάλι στρωμένο τέλεια, με κεριά αναμμένα και όλα τα σχετικά και ρωτάει τη γυναίκα του:
-Αχ, Σουμέλα τι είναι αυτό που μυρίζει έτσι ωραία;
-Μουσακάς Κωστίκα μου, του απαντάει εκείνη.
Κάθεται αυτός στο τραπέζι με ευχαρίστηση, δοκιμάζει το φαγητό και λέει:
- Ωραίος, Σουμέλα μου ο μουσακάς σου, αλλά η μανούλα μου κάτι βάζει στη μπεσαμέλ και της γίνεται υπέροχη! Θα της πω να σου δώσει τη συνταγή για να τον κάνεις ίδιο.
Αρχίζει να τα παίρνει η Σουμέλα που τσακίζεται όλη μέρα για εκείνον στη κουζίνα και δεν βλέπει να το εκτιμάει αυτός ιδιαίτερα, αλλά δεν το βάζει κάτω. Έτσι αποφασίζει την άλλη μέρα να τον εντυπωσιάσει εκτός κουζίνας, καθαρίζοντας το σπίτι τέλεια, τρίβοντας ώρες τα πατώματα με παρκετίνη ώσπου το πάτωμα γίνεται καθρέφτης.
Το απόγευμα που γυρίζει αυτός από το γραφείο, μπαίνει στο σπίτι που μυρίζει καταπληκτικά από τα αρωματικά απορρυπαντικά που το έχει καθαρίσει η Σουμέλα, κοιτάει το πάτωμα καθρέφτης και λέει στη γυναίκα του:
- Α, ωραίο το έκανες το σπίτι, Σουμέλα, μοσχομυρίζει αλλά ξέρεις η μανούλα μου έτσι το είχε κάθε μέρα!
Ε, τότε είναι που τα παίρνει κι η Σουμέλα για τα καλά, και παίρνει μια φίλη της για να βγούνε για καφέ να της πει τον πόνο της με τον Κωστίκα της.
-Κάτι τρέχει με τον Κωστίκα, Μαρία μου, τραβάει κάποιο χοντρό ζόρι με τη μάνα του! Άσε, μου φαίνεται ότι βιάστηκα να τον παντρευτώ, έκανα λάθος!
Αλλά η φίλη της η Μαρία την προσγειώνει και της λέει:
-Μην είσαι χαζή Σουμέλα μου, παίζουνε ποτέ στο ταμπλό της μάνας; (κουζίνα, καθάρισμα κλπ;) Άλλο είναι το ταμπλό το δικό σου! Το κρεβάτι! Θα πας να αγοράσεις μαύρα σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στρινγκ κλπ., θα δημιουργήσεις ατμόσφαιρα με κεριά, απαλή μουσική και σβησμένα φώτα και θα τον περιμένεις στο κρεβάτι να γυρίσει και έλα να μου πεις μετά.
-Βρες λες, Μαρία μου! Λες να την ξεχάσει επιτέλους τη μάνα του.
Έτσι κι έκανε η Σουμέλα και ξάπλωσε στα σατέν σεντόνια με φουλ εξοπλισμό σέξι μαύρα εσώρουχα, ζαρτιέρες, στρινγκ κλπ., και περίμενε τον Κωστίκα να γυρίσει από τη δουλειά. Με το που γυρίζει ο Κωστίκας από το γραφείο, ψάχνει τη γυναίκα του στη κουζίνα και δεν τη βρίσκει.
-Σουμέλα, που είσαι;
Καμία απάντηση. Πάει στο σαλόνι, βλέπει τα φώτα κλειστά.
-Σουμέλα, που είσαι;
Καμία απάντηση πάλι. Κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιο, ανοίγει την πόρτα, βλέπει κεριά αναμμένα παντού, τη γυναίκα του ξαπλωμένη με τα μαύρα εσώρουχα να τον κοιτάει και τρελαίνεται.
-Σουμέλα, γιατί δεν μου απαντάς τόση ώρα και γιατί φοράς μαύρα Σουμέλα μου; Έπαθε τίποτα η μανούλα μου;