Ξενερωμένος εντελώς πια κι αφού έχει ρίξει διαφορά «γαλλικά» από τα νεύρα του, αρχίζει:
«Θεέ μου… Σε παρακαλώ… Βοήθησε με να βρω πάρκινγκ. Δεν αντέχω άλλο. Κι εγώ, παρόλο που ήμουν τόσα χρόνια άπιστος θα κάνω τα πάντα για σένα. Θα αλλάξω, θα πηγαίνω κάθε μέρα στην εκκλησία. Σε παρακαλώ Κάνε μόλις στρίψω στην γωνιά να έχει μια θεσούλα. Σε παρακαλώ…»
Μόλις στρίβει λοιπόν στην γωνιά, να σου η θεσούλα ελεύθερη. Κοιτάζει ο Τυπάς τον ουρανό:
«Aστο θεέ… Βρήκα»