Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λεν στα παραμύθια, ήταν ένας βασιλιάς στην Αφρική που είχε ένα φίλο κολλητό με τον οποίο είχαν μεγαλώσει μαζί. Αυτός ο φίλος είχε την συνήθεια σε κάθε περίσταση καλή ή κακή να λέει : « Καλό αυτό ».
Μια ημέρα οι δύο τύποι πήγαν για κυνήγι και ο φίλος ανέλαβε να ετοιμάσει τα όπλα. Αλλά έκανε ένα σοβαρό λάθος και όταν ο βασιλιάς πήρε το όπλο, αυτό εκπυρσοκρότησε και έχασε τον αντίχειρά του. Βλέποντας την κατάσταση ο φίλος είπε ως συνήθως : «Καλό αυτό!» και ο βασιλιάς θυμωμένος απάντησε «Όχι δεν είναι καθόλου καλό» και τον έστειλε φυλακή για πολλά χρόνια.
Μετά από ένα χρόνο ο βασιλιάς πήγε πάλι για κυνήγι σε μιαν άγνωστη περιοχή με άλλους φίλους του. Όμως τους συνέλαβαν κανίβαλοι και τους φυλάκισαν για να τους μαγειρέψουν. Όταν ετοίμαζαν τον βασιλιά για να τον φάνε οι κανίβαλοι παρατήρησαν ότι του έλειπε ένας αντίχειρας.
Επειδή ήταν προληπτικοί και απέφευγαν να φάνε κάποιον που δεν ήταν σώος κι αβλαβής, τον άφησαν ελεύθερο και μαγείρεψαν όλους τους άλλους, να ζούμε να τους θυμόμαστε.
Όταν επέστρεψε ο βασιλιάς θυμήθηκε το γεγονός με το ατύχημα όπου έχασε τον αντίχειρά του και μετάνιωσε για την συμπεριφορά του στον φίλο του. Τον απελευθέρωσε αμέσως και τον προσκάλεσε στα ανάκτορα. «Είχες δίκιο» του λέει «Ήταν καλό που έχασα τον αντίχειρά μου» και του εξήγησε όλα τα γεγονότα.
«Λυπάμαι που σε έστειλα στην φυλακή για τόσο καιρό, ήταν πολύ κακό αυτό που σου έκανα».
«Όχι, ήταν καλό» απάντησε ο φίλος. «Μα τι εννοείς ; Πως μπορεί να ήταν καλό που έκλεισα τον φίλο μου στην φυλακή για ένα χρόνο ;».
«Μα αν δεν ήμουν φυλακή θα ήμουν μαζί σου».