Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία.
Έπρεπε λοιπόν να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο.
Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ` ένα χωριό κάπου εκεί στην Μακεδονία εντοπίζει έναν βλάχο.
-Γεια σου μπάρμπα… μπλα μπλα μπλα …θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου `τύχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ?
Ο βλάχος σκέφτεται, σκέφτεται…
-Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας-Θεός σχωρεστον -έχασε ένα πρόβατο στο βουνό.
Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το γ—–με και το φέραμε πίσω.
»Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία… για να ξαναδοκιμάσω», σκέφτεται ο φοιτητής.
-Ωραία… μήπως θυμάσαι καμιά ΑΛΛΗ φορά, που να `γίνε κάτι ΑΛΛΟ και να χάρηκες ΠΟΛΥ?
Ξανασκέφτεται ο βλάχος….
-Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας-Θεός σχωρεστον κι αυτόν-έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, τη γ—–με και τη φέραμε πίσω.
»Σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, ας αλλάξω θέμα σκέφτεται ο φοιτητής»
-Ωραία, μπάρμπα …τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο… θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ???
Ο βλάχος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή…
το βλέμμα χαμηλωμένο… και τελικά, με ύφος μεγάλης ένοχης λέει:
-Μια φορά χάθηκα στο βουνό……..