Σε φώναξα αγάπη μου να βγεις να δεις τι κάνω
(στο μεταξύ τη κρέμασα στον ώμο μου επάνω).
(στο μεταξύ τη κρέμασα στον ώμο μου επάνω).
Βγήκες. Την είδες. Τά ‘χασες. Σου φάνηκε μεγάλη
γιατί εσύ από κοντά ποτέ δεν είχες δει άλλη.
γιατί εσύ από κοντά ποτέ δεν είχες δει άλλη.
Δειλά δειλά ξεκίνησα μπροστά σου να τη παίζω
με γλύκα της φερόμουνα χωρίς να τη πιέζω.
με γλύκα της φερόμουνα χωρίς να τη πιέζω.
Κι όσο η ώρα πέρναγε, την έπαιζα με πάθος
άνετα και πιο γρήγορα, χωρίς να κάνω λάθος.
άνετα και πιο γρήγορα, χωρίς να κάνω λάθος.
Εσύ μου χαμογέλασες και μου πες “παίχτην κι
άλλο
μη σταματάς αγάπη μου” και μού ‘κανες σινιάλο.
άλλο
μη σταματάς αγάπη μου” και μού ‘κανες σινιάλο.
Το μάτι σου μου έκλεισες κι ένα φιλί μου
στέλνεις
μα από αυτήν τα μάτια σου με τίποτα δεν
παίρνεις.
στέλνεις
μα από αυτήν τα μάτια σου με τίποτα δεν
παίρνεις.
Και τα λεπτά κυλούσανε κι εγώ την παίζω κι
άλλο
με τίποτα δεν ήθελα ‘κει που ‘ταν να τη βάλω.
άλλο
με τίποτα δεν ήθελα ‘κει που ‘ταν να τη βάλω.
Ξάφνου σ ένα παράθυρο βγαίνει μία γυναίκα
και γύρω εκεί στη γειτονιά, βγήκαν και άλλοι
δέκα.
και γύρω εκεί στη γειτονιά, βγήκαν και άλλοι
δέκα.
Και η γυναίκα φώναξε “τι κάνεις ρε παπάρα;
μέσα στο δρόμο ώρα τρεις κι εσύ παίζεις
κιθάρα...!!!!!!!!!!!!!!!!
μέσα στο δρόμο ώρα τρεις κι εσύ παίζεις
κιθάρα...!!!!!!!!!!!!!!!!