με ένα «καλώς τον κερατά» τον υποδέχονταν και με ένα «γεια σου, ρε τάρανδε» τον αποχαιρετούσαν.
Μια, δυο, τρεις και χίλιες δεκατρείς, πήγε να πέσει σε κατάθλιψη ο άνθρωπος. Μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε και τον έπνιξε το παράπονο μπροστά σε έναν παιδικό του φίλο που είχε έλθει να τον δει από το εξωτερικό.
—Τι έχεις, ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν μπορώ να σε βλέπω, μου μαύρισες την ψυχή.
—Τι να ‘χω, ρε Αρτέμη; Να, όπου πάω κι όπου σταθώ, κερατά με ανεβάζουνε, κερατά με κατεβάζουνε. Γελάει όλη η πόλη μαζί μου.
—Τι λες τώρα! Και εσύ τι κάνεις; Τους πιστεύεις;
—Τι να σου πω, ρε Αρτέμη. Πολλά λένε, πολλοί τα λένε, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό για να πιστέψω.
—Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Εμένα η γυναίκα σου δεν με ξέρει. Κανείς εδώ δεν με ξέρει παρά μόνο εσύ. Θα στηθώ έξω από το σπίτι σου την ώρα που φεύγεις, θα την παρακολουθήσω και θα δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Μετά θα έλθω να σου πω. Αν είναι ένοχη, δεν μπορεί, μια, δυο, τρεις, κάπου θα την πιάσω.
—Αν το κάνεις αυτό για το φίλο σου, θα σου έχω μεγάλη υποχρέωση.
—Τι να ‘χω, ρε Αρτέμη; Να, όπου πάω κι όπου σταθώ, κερατά με ανεβάζουνε, κερατά με κατεβάζουνε. Γελάει όλη η πόλη μαζί μου.
—Τι λες τώρα! Και εσύ τι κάνεις; Τους πιστεύεις;
—Τι να σου πω, ρε Αρτέμη. Πολλά λένε, πολλοί τα λένε, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό για να πιστέψω.
—Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Εμένα η γυναίκα σου δεν με ξέρει. Κανείς εδώ δεν με ξέρει παρά μόνο εσύ. Θα στηθώ έξω από το σπίτι σου την ώρα που φεύγεις, θα την παρακολουθήσω και θα δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Μετά θα έλθω να σου πω. Αν είναι ένοχη, δεν μπορεί, μια, δυο, τρεις, κάπου θα την πιάσω.
—Αν το κάνεις αυτό για το φίλο σου, θα σου έχω μεγάλη υποχρέωση.
Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί στήνεται ο φίλος έξω από το σπίτι του κολλητού του. Λίγη ώρα αργότερα, τον παίρνει στο τηλέφωνο.
—Έλα, έχω νέα. Πρέπει επειγόντως να σε δω.
—Καλά ή κακά; Πες μου, με τρώει η αγωνία.
—Έλα και θα σου πω.
—Καλά ή κακά; Πες μου, με τρώει η αγωνία.
—Έλα και θα σου πω.
Ύστερα από λίγο συναντιούνται στο καφενείο.
—Λέγε, λέγε, δεν αντέχω.
—Τι να σου λέω; Περιβόλι η κυρία.
—Δηλαδή;
—Με το που βγαίνει από το σπίτι, την παίρνω στο κατόπι. Δυο στενά πιο κάτω, την περιμένει ένα αμάξι. Μέσα είναι δύο τύποι. Μπαίνει μέσα και φεύγουν.
—Και μετά και μετά;
—Από πίσω κι εγώ με το μηχανάκι. Δέκα λεπτά αργότερα, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ξενοδοχείο. Απ’ αυτά τα «πονηρά».
—Και μετά και μετά;
—Μετά ανεβαίνουν και οι τρεις πάνω. Ορμάω κι εγώ, χαρτζιλικώνω το ρεσεψιονίστ και μου δίνει το διπλανό δωμάτιο.
—Και μετά και μετά;
—Στην αρχή δεν ακούω τίποτα. Λίγο μετά, ακούω κάτι λαχανιάσματα και μετά κάτι βογκητά. Δίνω μία, πηδάω από το μπαλκόνι μου στο δικό τους και κρυφοκοιτάω πίσω από τις κουρτίνες. Και τι να δω, ρε Νώντα;
—Τι είδες; Πες μου, τρελαίνομαι!
—Η δικιά σου, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας ξαπλωμένος δίπλα της και ο άλλος όρθιος αρχίζει να γδύνεται, εμφανώς ξαναμμένος.
—Και μετά και μετά;
—Τι και μετά και μετά; Με το που γδύνεται ο δεύτερος και ξαπλώνει κι αυτός, ο άλλος κάνει μια με το χέρι του και σβήνει το φως. Πίσσα το σκοτάδι, όσο και να προσπάθησα, ρε Νώντα, δεν μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω.
—Ααααχ, είδες τι σου έλεγα, ρε Αρτέμη;
Αυτές οι ρημάδες οι αμφιβολίες είναι που θα με φάνε…
—Λέγε, λέγε, δεν αντέχω.
—Τι να σου λέω; Περιβόλι η κυρία.
—Δηλαδή;
—Με το που βγαίνει από το σπίτι, την παίρνω στο κατόπι. Δυο στενά πιο κάτω, την περιμένει ένα αμάξι. Μέσα είναι δύο τύποι. Μπαίνει μέσα και φεύγουν.
—Και μετά και μετά;
—Από πίσω κι εγώ με το μηχανάκι. Δέκα λεπτά αργότερα, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ξενοδοχείο. Απ’ αυτά τα «πονηρά».
—Και μετά και μετά;
—Μετά ανεβαίνουν και οι τρεις πάνω. Ορμάω κι εγώ, χαρτζιλικώνω το ρεσεψιονίστ και μου δίνει το διπλανό δωμάτιο.
—Και μετά και μετά;
—Στην αρχή δεν ακούω τίποτα. Λίγο μετά, ακούω κάτι λαχανιάσματα και μετά κάτι βογκητά. Δίνω μία, πηδάω από το μπαλκόνι μου στο δικό τους και κρυφοκοιτάω πίσω από τις κουρτίνες. Και τι να δω, ρε Νώντα;
—Τι είδες; Πες μου, τρελαίνομαι!
—Η δικιά σου, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας ξαπλωμένος δίπλα της και ο άλλος όρθιος αρχίζει να γδύνεται, εμφανώς ξαναμμένος.
—Και μετά και μετά;
—Τι και μετά και μετά; Με το που γδύνεται ο δεύτερος και ξαπλώνει κι αυτός, ο άλλος κάνει μια με το χέρι του και σβήνει το φως. Πίσσα το σκοτάδι, όσο και να προσπάθησα, ρε Νώντα, δεν μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω.
—Ααααχ, είδες τι σου έλεγα, ρε Αρτέμη;
Αυτές οι ρημάδες οι αμφιβολίες είναι που θα με φάνε…