Ένας αμαρτωλός πεθαίνει και πάει στην κόλαση. Όταν έφτασε τρομαγμένος φυσούσε,

ξεφυσούσε και κάποια στιγμή τον βλέπει ο σατανάς.
- Τι έχεις βρε αγόρι μου; Γιατί είσαι έτσι; του λέει ο σατανάς.
- Ε, είμαι αγχωμένος. Όσο να 'ναι κόλαση είναι. Φοβάμαι, απαντάει ο τύπος.
- Μη φοβάσαι ρε! Δεν είναι τόσο χάλια όσο λένε! Για να σου δώσω να καταλάβεις, εσύ για παράδειγμα δεν ξενυχτούσες;
- Πως δεν ξενυχτούσα!
- Ε να! Βλέπεις που ανησυχούσες; Κάθε Δευτέρα έχουμε πάρτι εδώ! Χαμός γίνεται! λέει ο σατανάς και ο τύπος ηρεμεί λίγο.
- Δεν κάπνιζες; συνεχίζει ο σατανάς.
- Πώς; Φυσικά και κάπνιζα!
- Εμείς εδώ κάθε Τρίτη έχουμε πούρα και ότι άλλο θέλεις... Όλους τους καπνούς...
Ο τύπος αισθάνεται λίγο καλύτερα. Και συνεχίζει ο σατανάς:
- Δεν τζογάριζες;
- Ε,να σας πω την αμαρτία μου τζογάριζα.
- Κάθε Τετάρτη, εδώ στη κόλαση, έχουμε ημέρα τζόγου! Παίζουμε μπαρμπούτια, χαρτιά, ρουλέτες και αν χάσεις δεν έγινε και τίποτα!
Ο τύπος αρχίζει και νιώθει πολύ καλύτερα όσο περνάει η ώρα.
- Για πες τώρα... Κανένα τσιγαριλίκι δεν έκανες; λέει ο σατανάς.
- Ε, η αλήθεια είναι ότι έπεσα και στην παγίδα των ναρκωτικών...
- Κάθε Πέμπτη γίνεται εδώ στην κόλαση χαμός! Έχουμε χασίσια, κοκαϊνες... Ότι θέλεις!
Ο τύπος στο μεταξύ να έχει τρελαθεί απ'τη χαρά του.
Και λέει ο σατανάς:
- Αφού ήσουν αμαρτωλός... σεξουαλικά από πίσω λίγο δεν τον...;
- Σας παρακαλώ σατανά μου! τον διακόπτει ο τύπος. Είμαι αμαρτωλός, έχω κάνει όλες τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά από πίσω δεν τον πήρα ποτέ!
- Μμμ...Κρίμα...λέει ο σατανάς. Θα ζοριστείς λίγο τις Παρασκευές...

Μια φορά ήταν ένας που βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή


κάπου ανάμεσα σε Αθήνα και Λαμία. Ήταν χειμώνας, έκανε παγωνιά...
Έκανε ώτο- στοπ για να πάει μέσα στην πόλη. Η ώρα ήταν περασμένες 2:00 τα μεσάνυχτα. Από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν κανένα δεν σταμάτησε. Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει, μελάνιασε από το κρύο.

Καταλάβαινε πως αν δεν σταματήσει κάποιος μέσα σε λίγη ώρα θα έφτανε το τέλος του. Ελπίδες δεν είχε. Σκέφτηκε και είπε ε! αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω ας ξαπλώσω στη μέση του δρόμου για να με βρουν. Εκεί που ξάπλωσε, από μακριά βλέπει ένα αυτοκίνητο να έρχεται με μικρή ταχύτητα, σηκώνεται τρέχει, ανοίγει την πόρτα μπαίνει μέσα.

Ααχ! παράδεισος είναι εδώ. Χίλια ευχαριστώ που σταμα...στα.. Γυρίζει και βλέπει το κάθισμα του οδηγού άδειο. Το τραύλισμα άρχισε να μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο συνέχιζε να προχωράει! Αμάν το αμάξι είναι στοιχειωμένο! έκανε να ανοίξει την πόρτα να κατέβει αλλά ο τσουχτερός αέρας του άλλαξε το μυαλό.

Μπριτς! που θα κατέβω! στοιχειωμένο, ξεστοιχειωμένο εγώ εδώ θα μείνω. Το αυτοκίνητο εν τω μεταξύ συνέχιζε την πορεία του κανονικά είχε μπει στην εθνική και κάπου αργότερα έστριψε σ` ένα βενζινάδικο πήρε βενζίνη, σε λίγο ανοίγει η πόρτα του οδηγού, και μπαίνει ένας μέσα.

- "Αχ! μη! μη κύριε μπαίνετε σ` αυτό το αμάξι! είναι στοιχειωμένο!"

- "Πιο στοιχειωμένο ρε μ@λάκ@! απ` τα διόδια το σπρώχνω!"

Κάποια τηλεφωνεί στην πυροσβεστική και λέει:


- Θέλω να αναφέρω μια φωτιά στο σπίτι μου.
Ο πυροσβέστης στην άλλη άκρη της γραμμής ρωτά:
- Πού είναι, κυρία μου;
- Στην κουζίνα μου, απαντά.
- Όχι, λέει αυτός, εννοούσα, πως θα πάμε εκεί;
- Λοιπόν, μπορείτε να μπείτε από την μπροστινή είσοδο, να διασχίσετε το διάδρομο, να περάσετε από το σαλόνι, ή να μπείτε από την πίσω πόρτα, να ανεβείτε τις σκάλες και είναι ακριβώς εκεί, εξηγεί η κυρία.
- Με συγχωρείτε κυρία μου, λέει ο πυροσβέστης, αυτό που ήθελα να πω, ήταν πώς θα πάμε από ΕΔΩ που είμαστε ΕΚΕΙ που είστε;
Μετά από μια μικρή διακοπή, η κυρία ρωτά:
- Καλά, δεν έχετε πια εκείνα τα μεγάλα κόκκινα φορτηγά;

Ένας οδηγός νταλίκας σταματάει σε ένα πάρκινγκ για να κοιμηθεί μέσα στην νταλίκα.


Ξαφνικά κάποιος του χτυπάει το τζάμι και τον ρωτάει: 
- Συγνώμη, μήπως έχετε ώρα; 
- Είναι τρεις και είκοσι. 
Μετά από λίγη ώρα ένας άλλος περαστικός του χτυπάει πάλι το τζάμι. 
- Συγνώμη, μήπως έχετε ώρα;
- Είναι τέσσερις παρά δέκα.
Ο οδηγός για να μπορέσει να κοιμηθεί, γράφει σε ένα μεγάλο χαρτί: 'ΔΕΝ ΕΧΩ ΩΡΑ' και το κολλάει πάνω στο παράθυρο.
Μετά από κάποια ώρα κάποιος του ξαναχτυπάει το τζάμι και του λέει:
- Είναι πέντε παρά δέκα...

Μια μέρα ο Μπόμπος στο σχολείο, αφού τελείωσε το μάθημα και είχαν φύγει όλα τα παιδάκια, λέει στη δασκάλα:


- Κυρία, έχω 10.000 δρχ. Αν σου τα δώσω να σου πιάσω λίγο το μπουτάκι;
- Τι πράγματα είναι αυτά που λες Μπόμπο; του λέει.
- Κύρια, να τα κάνω 20.000 δρχ.;
Το σκέφτεται η κύρια και συμφωνεί μαζί του.
Αφού τη χουφτώνει κανονικά της λέει:
- Κυρία, να σου δώσω 30.000 δρχ. να σου πιάσω το βυζάκι;
- Και δεν το πιάνεις; του λέει η κύρια.
- Κυρία, της λέει, να σου δώσω 40.000 δρχ. να βγάλεις έξω τις βυζάρες σου να τις γλύψω;
Συμφωνεί η κύρια και της τα γλύφει.
- Κυρία, μίας και φτάσαμε εδώ να σε πάρω από μπροστά για 100.000 δρχ.;
Δεν το σκέφτεται καθόλου η δασκάλα, κατεβάζει το κυλοτάκι και ο Μπόμπος τη γαμάει. Μετά το γαμήσι της λέει ο Μπόμπος:
- Κυρία, έχω άλλες 110.000 δρχ. Να στα δώσω να σε γαμήσω από πίσω;
- Κοίταξε να δεις, Μπόμπο, του λέει η κύρια, από πίσω είμαι παρθένα.
- Με το γαριδάκι που έχω, κύρια, δεν θα καταλάβετε τίποτα.
Αυτή το σκέφτεται λίγο και συμφωνεί. Αφού τη γαμάει και από πίσω, χαιρετιούνται και ο Μπόμπος φεύγει.
Ενώ έφευγε χαρούμενη η κύρια που είχε μαζέψει τόσα λεφτά, τη συναντάει ο διευθυντής και της λέει:
- Τι γίνεται κύρια Παπαδοπούλου, σας έδωσε ο Μπόμπος τα χρήματα του μισθού σας που του έδωσα να σας φέρει;