«Κύριέ μου», του λέει ο ωριλά, «λάθος έχετε κάνει. Ο αφροδισιολόγος είναι ακριβώς δίπλα».
Απτόητος ο κύριος, συνεχίζει.
«Σας παρακαλώ», λέει ο γιατρός, «εγώ είμαι για τα αυτιά, τη μύτη, τέτοια πράγματα. Δίπλα ακριβώς είναι ο αφροδισιολόγος!».
Τίποτε ο άλλος. Όχι μόνο γδύνεται, αλλά… του δείχνει και το μόριο του το οποίο είναι και σε μαύρο χάλι. Γεμάτο αίματα, πύων, πρησμένο, μια αηδία σκέτη.
«Μα … σταμάτα», του λέει ο κύριος. «Ξέρω γιατί έχω έρθει».
«Γιατί;» ψελλίζει ο γιατρός.
«Άκου», του λέει ο κύριος. «Είμαι εργένης…». «Μαζί με άλλους επτά εργένηδες», συνεχίζει ο κύριος, τρώμε μια φορά τη βδομάδα μαζί και μετά παίζουμε ένα παιχνίδι…».
«Παιχνίδι; Τι παιχνίδι;».
«Να, σηκωνόμαστε γύρω από το τραπέζι, ακουμπάμε τα μόρια μας επάνω, κλείνουμε τα μάτια μας και με το δεξί του χέρι ο καθένας κρατάμε το παπούτσι
μας…».
Ο γιατρός έχει αρχίζει να τα … παίζει.
«Και λοιπόν;» ρωτάει.
«Ε, ο πρώτος που λέει “ψιτ’», συνεχίζει ο κύριος, «κοπανάει με το παπούτσι του το μόριο του διπλανού του».
Έξαλλος ο γιατρός, ρωτάει, λοιπόν:
«Ε, και τι μπορώ να κάνω εγώ;».
Και ο κύριος απαντά:
«Να, αυτό το γ,,,,,** το “ψιτ” δεν ακούω γιατρέ μου…».
Ο πατέρας, της γενιάς του Πολυτεχνείου, κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού του μαζί με τον 10χρονο γιο του
και το νεώτερο βλαστάρι της οικογένειας, ένα μωρό 1 έτους.
Κάποια στιγμή αποφασίζει να εξηγήσει στον «μεγάλο» τι σημαίνουν όλα όσα ακούγονται για τις κοινωνικές τάξεις, την αντιπαλότητά τους και τον ρόλο της εξουσίας στη ζωή μας.
- Κοίτα παιδί μου , του λέει, η κοινωνία είναι όπως η οικογένεια. Στην δική μας οικογένεια για παράδειγμα, εγώ είμαι το κεφάλαιο. Αυτός δηλαδή που κερδίζει και φέρνει τα χρήματα. Η μητέρα σου είναι η κυβέρνηση, αυτή αποφασίζει που και πώς θα τα ξοδέψουμε. Η υπηρέτρια είναι η εργατική τάξη. Εσύ παιδί μου είσαι ο λαός.
- Το μωρό πατέρα τι είναι, ρωτάει ο γιος, ο λαουτζίκος;
- Όχι παιδί μου, το μωρό είναι το μέλλον του λαού , απαντάει ο πατέρας.
Η ώρα έχει περάσει και πάνε όλοι για ύπνο.
Κάποια στιγμή, αργά τα μεσάνυχτα, το μωρό τα έχει «κάνει» και κλαίει με λυγμούς.
Κανένας δεν σηκώνεται να το ησυχάσει.
Ο γιος, σηκώνεται, χτυπάει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονέων του. Τίποτα!
Μισ” ανοίγει την πόρτα και βλέπει την μητέρα του να κοιμάται ατάραχη φορώντας ωτοασπίδες.
Ο πατέρας πουθενά.
Πηγαίνει προς την κουζίνα και από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπει τον πατέρα του να «πηδάει» την υπηρέτρια. Φεύγει αθόρυβα και από εκεί πλήρως απογοητευμένος και επιστρέφει στο δωμάτιό του.
Το πρωί, αναφέρει στον πατέρα του το βραδινό περιστατικό με το κλάμα του μωρού.
- Να σου εξηγήσω γιε μου, λέει ο πατέρας.
- Άσε, άσε πατέρα κατάλαβα, του απαντάει ο γιος.
Κάποια στιγμή αποφασίζει να εξηγήσει στον «μεγάλο» τι σημαίνουν όλα όσα ακούγονται για τις κοινωνικές τάξεις, την αντιπαλότητά τους και τον ρόλο της εξουσίας στη ζωή μας.
- Κοίτα παιδί μου , του λέει, η κοινωνία είναι όπως η οικογένεια. Στην δική μας οικογένεια για παράδειγμα, εγώ είμαι το κεφάλαιο. Αυτός δηλαδή που κερδίζει και φέρνει τα χρήματα. Η μητέρα σου είναι η κυβέρνηση, αυτή αποφασίζει που και πώς θα τα ξοδέψουμε. Η υπηρέτρια είναι η εργατική τάξη. Εσύ παιδί μου είσαι ο λαός.
- Το μωρό πατέρα τι είναι, ρωτάει ο γιος, ο λαουτζίκος;
- Όχι παιδί μου, το μωρό είναι το μέλλον του λαού , απαντάει ο πατέρας.
Η ώρα έχει περάσει και πάνε όλοι για ύπνο.
Κάποια στιγμή, αργά τα μεσάνυχτα, το μωρό τα έχει «κάνει» και κλαίει με λυγμούς.
Κανένας δεν σηκώνεται να το ησυχάσει.
Ο γιος, σηκώνεται, χτυπάει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονέων του. Τίποτα!
Μισ” ανοίγει την πόρτα και βλέπει την μητέρα του να κοιμάται ατάραχη φορώντας ωτοασπίδες.
Ο πατέρας πουθενά.
Πηγαίνει προς την κουζίνα και από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπει τον πατέρα του να «πηδάει» την υπηρέτρια. Φεύγει αθόρυβα και από εκεί πλήρως απογοητευμένος και επιστρέφει στο δωμάτιό του.
Το πρωί, αναφέρει στον πατέρα του το βραδινό περιστατικό με το κλάμα του μωρού.
- Να σου εξηγήσω γιε μου, λέει ο πατέρας.
- Άσε, άσε πατέρα κατάλαβα, του απαντάει ο γιος.
Τα σημεία της στίξεως (παλιό αλλά καλό!)
Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως ανέβαινε με ένα μουλάρι σ' ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον δάσκαλο του (μονοθέσιου βεβαίως) σχολείου.
Στον δρόμο που πήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
-Δε μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή Βασιλικός;
-Βενιζελικός, απαντά ο αγωγιάτης.
-Α, το γαϊδούρι! σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν και αυτός Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στο δάσκαλο τη στιχομυθία:
- Το και το, δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι.
Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τον δάσκαλο, ποιο είναι το μάθημα της ημέρας.
- Τα σημεία της στίξεως, απαντά ο δάσκαλος.
- Ας δούμε, λοιπόν, τι ξέρουν τα παιδιά, λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε έναν μαθητή, τον Σήφη, στον πίνακα και του είπε να γράψει τη φράση: «Ο επιθεωρητής είπε, ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι».
Αφού, έκπληκτος ο μαθητής, το έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι, παιδί μου, γαϊδούρι;
- Ο δάσκαλος, ψέλλισε ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο επιθεωρητής, κύριε, απάντησε ο Σήφης.
- Ωραία, είπε ο δάσκαλος. Γράψε τώρα την ίδια φράση με δύο κόμματα και με άλλη σειρά: «Ο επιθεωρητής, είπε ο δάσκαλος, είναι γαϊδούρι».
Μόλις τελείωσε ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;
- Ο επιθεωρητής, απαντά δειλά ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο δάσκαλος, απαντά ο Σήφης.
Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει:
- Είδατε παιδιά τι κάνουν τα κόμματα;
Πότε βγάζουν γάιδαρο τον επιθεωρητή και πότε το δάσκαλο!
Στις μέρες μας, ο Σήφης, υπεραιωνόβιος παππούς πλέον, καθισμένος στην πολυθρόνα του μπροστά στη τηλεόραση άκουσε για νέες μειώσεις στις συντάξεις και είπε:
- Όταν ήμουν μαθητής, άκουγα κάθε τόσο τον δάσκαλο να μας λέει:
Παιδιά μου, να προσέχετε τα κόμματα!Ένα λάθος κόμμα, μπορεί να σας χαλάσει τελείως τη σύνταξη! Έπρεπε να περάσουν ενενήντα χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε ο δάσκαλος..
Στον δρόμο που πήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
-Δε μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή Βασιλικός;
-Βενιζελικός, απαντά ο αγωγιάτης.
-Α, το γαϊδούρι! σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν και αυτός Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στο δάσκαλο τη στιχομυθία:
- Το και το, δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι.
Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τον δάσκαλο, ποιο είναι το μάθημα της ημέρας.
- Τα σημεία της στίξεως, απαντά ο δάσκαλος.
- Ας δούμε, λοιπόν, τι ξέρουν τα παιδιά, λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε έναν μαθητή, τον Σήφη, στον πίνακα και του είπε να γράψει τη φράση: «Ο επιθεωρητής είπε, ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι».
Αφού, έκπληκτος ο μαθητής, το έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι, παιδί μου, γαϊδούρι;
- Ο δάσκαλος, ψέλλισε ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο επιθεωρητής, κύριε, απάντησε ο Σήφης.
- Ωραία, είπε ο δάσκαλος. Γράψε τώρα την ίδια φράση με δύο κόμματα και με άλλη σειρά: «Ο επιθεωρητής, είπε ο δάσκαλος, είναι γαϊδούρι».
Μόλις τελείωσε ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;
- Ο επιθεωρητής, απαντά δειλά ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο δάσκαλος, απαντά ο Σήφης.
Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει:
- Είδατε παιδιά τι κάνουν τα κόμματα;
Πότε βγάζουν γάιδαρο τον επιθεωρητή και πότε το δάσκαλο!
Στις μέρες μας, ο Σήφης, υπεραιωνόβιος παππούς πλέον, καθισμένος στην πολυθρόνα του μπροστά στη τηλεόραση άκουσε για νέες μειώσεις στις συντάξεις και είπε:
- Όταν ήμουν μαθητής, άκουγα κάθε τόσο τον δάσκαλο να μας λέει:
Παιδιά μου, να προσέχετε τα κόμματα!Ένα λάθος κόμμα, μπορεί να σας χαλάσει τελείως τη σύνταξη! Έπρεπε να περάσουν ενενήντα χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε ο δάσκαλος..
Είναι ένας πελαργός και κουβαλάει ένα γέροντα 80 χρονών..
Κάποια στιγμή γυρνάει ο γέροντας και λέει στον πελαργό:
«Έλα μαλάκα, παραδέξου ότι χαθήκαμε».
«Έλα μαλάκα, παραδέξου ότι χαθήκαμε».
Πάει μια ξανθιά σε ένα ζαχαροπλαστείο.
Βλέπει ένα γλυκό και ρωτά τον ζαχαροπλάστη:
- Τι είναι αυτό;
- Αυτό είναι τουλούμπα
ΟΚ, λέει η ξανθιά και σηκώνεται και φεύγει. Ύστερα από λίγο γυρίζει πάλι και λέει στο ζαχαροπλάστη:
- Να σας πω… εάν δεν έρθει ο… Λούμπας, να το αγοράσω εγώ;
- Τι είναι αυτό;
- Αυτό είναι τουλούμπα
ΟΚ, λέει η ξανθιά και σηκώνεται και φεύγει. Ύστερα από λίγο γυρίζει πάλι και λέει στο ζαχαροπλάστη:
- Να σας πω… εάν δεν έρθει ο… Λούμπας, να το αγοράσω εγώ;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)