Αφού τελείωσε το πανεπιστήμιο ένας ωραίος νεαρός δεν μπορούσε να βρει δουλειά...


Δεν είχε καθόλου χρήματα ούτε για το ενοίκιο.Του ήλθε μια φαεινή ιδέα! Έγραψε έξω από την πόρτα του σπιτιού του με μεγάλα γράμματα...
Στο κρεβάτι: 100 EURO
Στον καναπέ: 50 EURO
Στο πάτωμα: 25 EURO

Μια γριούλα περνώντας έξω από την πόρτα του σταμάτησε και διάβασε την αγγελία. Γύρισε γρήγορα στο σπίτι της, μάζεψε όλες τις οικονομίες της και γρήγορα πίσω στο σπίτι του νεαρού.
Όταν έφτασε στο σπίτι του έδωσε όλα τα χρήματα στον νεαρό. Βλέποντάς την ο νεαρός αισθάνθηκε αμήχανα στην αρχή, αλλά πάντως μέτρησε τα χρήματα: 100 EURO!

Φίλησε την γριά και την ρώτησε:
-Στο κρεβάτι βέβαια ....;
Χαμογελώντας η γριά του είπε:
- Μην γίνεσαι αστείος...
Τέσσερις φορές ... στο πάτωμα !!!!!

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Σκωτία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου!



Είναι μια παρέα από τέσσερις φοιτητές, που σπουδάζουν Πληροφορική. Τα παιδιά είναι καλοί φοιτητές και τα έχουν πάει άριστα όλη τη χρονιά. 
Μια Παρασκευή πρωί, αφού έδωσαν τις εξετάσεις τους σε ένα μάθημα και έγραψαν πολύ καλά, μαζεύτηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του ενός, προκειμένου να οργανωθούν για το Σαββατοκύριακο που πλησίαζε.
Τη Δευτέρα το πρωί έδιναν εξετάσεις σε ένα εύκολο μάθημα, που ήθελε μόνο 2-3 ώρες διάβασμα. 
Έτσι, έπεσε η ιδέα: «Ρε παιδιά, δεν πάμε στη Γλασκώβη το Σαββατοκύριακο να βρούμε εκείνη την κοπέλα που γνωρίσαμε προχθές στην pub; 
Θα είναι και άλλες φίλες της στην παρέα, καλά θα περάσουμε».
Δεν το σκέφτηκαν και πολύ και σε μία ώρα είχανε γίνει κιόλας όλες οι αναγκαίες κινήσεις και η τετράδα ταξίδευε με νοικιασμένο αμάξι για τη Γλασκώβη. 
Στη Γλασκώβη όντως πέρασαν πολύ καλά.

Για κακή τους τύχη, όμως, αντί να ξυπνήσουν πρωί πρωί τη Δευτέρα και να επιστρέψουν, για να είναι στην ώρα τους στις εξετάσεις, ξύπνησαν αργά το μεσημέρι.
Τι θα έκαναν τώρα με το μάθημα;
Στο δρόμο για το Εδιμβούργο προσπαθούσαν να σκεφτούν τι να πουν στον καθηγητή. Αποφάσισαν, λοιπόν, αν πουν ένα ψέμα αλλά με αρκετή δόση αλήθειας για να γίνουν πιστευτοί. Και οι τέσσερις συμφώνησαν να πουν ότι πήγανε στη Γλασκώβη σε συγγενείς και ενώ ξεκίνησαν τη Δευτέρα πρωί πρωί για το Πανεπιστήμιο, τους έπιασε λάστιχο στο δρόμο και δεν είχανε ρεζέρβα. κ.λπ. κ.λπ.
Έτσι κι έγινε!
Ο καθηγητής τούς άκουσε με προσοχή και επειδή ήταν καλοί φοιτητές, δέχτηκε να δώσουν μόνοι τους την Τρίτη το πρωί το μάθημα.
Χαράς ευαγγέλια στην ομάδα.
Κάθισαν, διάβασαν καλά και την άλλη μέρα στις 9:00 πήγαν στο Πανεπιστήμιο να δώσουν τις εξετάσεις.
Δεν υπήρχε, όμως, διαθέσιμη αίθουσα και έτσι ο καθηγητής τούς έβαλε σε τέσσερα ξεχωριστά γραφεία, τον καθένα μόνο του.
Βέβαια, αυτό καθόλου δεν τους ένοιαζε, αφού και οι τέσσερις ήταν καλά διαβασμένοι.
Σε λίγο μοίρασε και τα θέματα.
Ήταν μόνο δύο.
Το πρώτο, που έπιανε 5 μονάδες στις 100, ήταν ένα πανεύκολο θέμα θεωρίας από την εισαγωγή, που το ήξεραν νεράκι και κανείς τους δεν δυσκολεύτηκε και το απαντήσει.
Το δεύτερο όμως θέμα, που θα έπιανε τα υπόλοιπα 95 στα 100, ήταν μία ερώτηση μόνο:
Ποιο λάστιχο;

Ήταν ένα Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Πόντιος και έκαναν αγώνες τοξοβολίας.


Βάζουν σε κάποια απόσταση έναν άνθρωπο με ένα μήλο στο κεφάλι.
Πάει πρώτα ο Γερμανός από κάποια απόσταση, σημαδεύει και πετυχαίνει το μήλο.
Ανεβαίνει στο βάθρο και λέει:
- Αι αμ Ρομπιν Χουντ
Πάει ο Ιταλός από πιο μακριά σημαδευει και πετυχαινει το μηλο. Ανεβαινει αυτος στο βαθρο και λεει :
- Αι αμ Γουλιελμος Τελος!!!
Παει και ο Ποντιος απο πιο μακρια σημαδευει και πετυχαινει τον ανθρωπο.
Ανεβαινει και αυτος στο βαθρο και λεει :
- Αι αμ....σορι!!!

Ένας διαρρήκτης μπουκάρει τις μικρές ώρες σε μια βίλα κάπου στην Εκάλη.

 Μόλις είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα στα σκοτεινά, ακούει μια φωνή να λέει "Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ!" και μένει κάγκελο.
Μουδιασμένος και ακουμπώντας σε ένα τοίχο, μένει ακίνητος κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του για 2 λεπτά, αλλά δεν ακούει κανένα θόρυβο. Δειλά, δειλά κάνει ένα μικρό βηματάκι.
- Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ ΤΩΡΑ! ακούει πάλι τη φωνή, αυτή τη φορά πιο δυνατά και αυστηρά από πριν.
Χεσμένος από το φόβο του, ανάβει το φακό του και αρχίζει να ψάχνει από που έρχεται αυτή η φωνή. Δεν αργεί να εντοπίσει ένα μεγάλο παπαγάλο σε ένα κλουβί που κρεμόταν στο τοίχο και γυάλιζε το μάτι του στο δυνατό φως του φακού.
Διαρρήκτης : Εσύ μίλησες;
Παπαγάλος : Ναι εγώ και είπα ότι ο Θεός σε βλέπει τώρα που μπήκες να κλέψεις.
Διαρρήκτης : Α να χαθείς βλάκα και με κοψοχόλιασες! Μιλάς όμως πολύ καλά και καθαρά.
Παπαγάλος : Φυσικά και μιλάω καλά. Τι στο καλό είμαι και 50 χρονών!
Διαρρήκτης : Εντυπωσιακό. Το είχα καταλάβει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε εδώ μέσα. Και δεν μου λες, πώς σε λένε;
Παπαγάλος : Μήτσο με λένε και μένω εδώ.
Διαρρήκτης : Χα χα, Μήτσο; Καλά παρανοϊκό όνομα για παπαγάλο!
Παπαγάλος : Μπααα, μη το λες. Πιο παρανοϊκό είναι το Θεός για πάνθηρα!

Στο τραπέζι που τρώγανε, ο Τοτός λέει στο θείο του:


- Θείε, να σου πω κάτι;
- Όχι, Τοτό, όταν τρώμε δε μιλάμε. Θα μου το πεις μετά.
Τελειώνουν με το φαγητό.
- Τοτό, τι ήθελες να μου πεις;
- Είχε μια μύγα μες στη σούπα σου!