Μια κοπέλα πάει στο μαιευτήριο να γεννήσει καθώς είχαν σπάσει τα νερά της.


- Όνομα πατρός... ρωτάει η νοσοκόμα.
- Ααα.., ξέρετε είμαι μόνη μου, απαντά η κοπέλα.
Μετά τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, γεννά τελικά η κοπέλα και όταν συνέρχεται από τη νάρκωση βλέπει από πάνω της τη νοσοκόμα.
- Συγχαρητήρια, μόλις γεννήσατε ένα υγιέστατο αγοράκι, λέει η νοσοκόμα. Μόνο που...
- Μόνο που τι; ρωτά ανήσυχη η κοπέλα.
- Εεεε να το αγοράκι είναι μαύρο ενώ εσείς είστε λευκή, λέει η νοσοκόμα.
- Ααα ναι, λέει η κοπέλα. Πριν γεννήσω είχα παίξει σε μία τσόντα για να βγάλω λεφτά και ο πρωταγωνιστής ήταν μαύρος. Έτσι εξηγείται. Μην ανησυχείτε...
- Συγνώμη που γίνομαι αδιάκριτη κοπέλα μου... Υπάρχει και κάτι άλλο. Το μωρό είναι ξανθό...
- Ναι, στην τσόντα που έπαιξα, υπήρχε και ένας Σουηδός, προσθέτει η κοπέλα...
- Ποπό... Συγνώμη που σου φέρνω σε δύσκολη θέση κοπέλα μου. Υπάρχει και κάτι άλλο όμως... Το παιδί έχει σκιστά μάτια....
- Ναι... πράγματι. Στην τσόντα υπήρχε και ένας Κινέζος...
- Ωωωωωω, συγνώμη για την αδιακρισία μου κοπέλα μου, λέει η νοσοκόμα. Αλλά σίγουρα θα θέλεις να το κρατήσεις στην αγκαλιά σου, έτσι δεν είναι...;

Φεύγει η νοσοκόμα και επιστρέφει με το μωρό στην αγκαλιά... Δίνει το μωρό στην κοπέλα και τότε το μωρό αρχίζει να κλαίει...

- ΟΟΟΟυυυυυφφφ. Τώρα ησύχασα, λέει με ανακούφιση η κοπέλα...
- Γιατί, τι συμβαίνει; ρωτάει απορημένη η νοσοκόμα.
Και η κοπέλα:
- Εεεε να... Με όλα αυτά, περίμενα ότι θα γαβγίζει....



Ο Μήτρος κι η Παγώνα παντρεύτηκαν


κι όπως όλοι οι νιόπαντροι, πήγαν γαμήλιο ταξίδι.
Σαν γύρισαν, οι φίλοι του Μήτρου άρχισαν να τον ρωτούν:
- Πες μας ορέ Μήτρου, τι έγινιν την Κυριακή του βράδ';
Κι ο Μήτρος:
- Την Πέμπτη του βράδ'...
- Ορέ Μήτρου, άσ' την Πέμπτ' κι πες μας τι έγινιν την Κυριακή του βράδ'...
- Την Πέμπτη του βράδ'...
- Ε, άιντι πες μας τι έγινιν την Πέμπτη του βράδ'. Mας έσκασις...
- Την Πέμπτη του βράδ' μι λέει η Παγώνα: "Βγάλτουν Μήτρου μ', να πάου να κατουρήσου...!

Η Ελενίτσα πάει στην ΣΤ Δημοτικού


Μια μέρα την ώρα του διαλείμματος η Ελενίτσα αρχίζει να κλαίει ασταμάτητα . Όλοι οι συμμαθητές τη ρωτούσαν τι είχε και αυτή κλαίγοντας τους έλεγε ότι :
- Φίλοι μου να ξέρετε ότι πολύ σύντομα θα πεθάνω .
Τα παιδιά τρομοκρατημένα πήγαν και το είπαν στη δασκάλα . Η δασκάλα κάλεσε την Ελενίτσα να τη ρωτήσει τι συμβαίνει .
Η Ελενίτσα εξακολουθώντας να κλαίει λέει στη δασκάλα
-Κυρία θα πεθάνω γιατί τρέχει πολύ αίμα από κάτω μου , και σηκώνοντας τη φούστα της έδειξε στη δασκάλα τι συνέβαινε . Η δασκάλα κοίταξε και αμέσως κατάλαβε τι συνέβαινε στην Ελενίτσα (είχε περίοδο !!!!) και της λέει:
- Πήγαινε στο σπίτι σας και δείξε στη μητέρα σου και αυτή θα σου πει τι πρέπει να κάνεις .
Πηγαίνει στο σπίτι η Ελενίτσα αλλά ντρέπονταν να το πει στη μαμά της . Απογοητευμένη η Ελενίτσα ξαπλώνει στο κρεβάτι της και άρχισε να κλαίει γοερά . Εκείνη την ώρα γύρισε ο αδερφός της ο Τοτός στο σπίτι και ακούγοντας την αδερφή του να κλαίει έτρεξε να δει τι της συμβαίνει . Τότε η Ελενίτσα κλαίγοντας ακόμα πιο γοερά είπε στον Τοτό αυτό που της συνέβαινε και τους φόβους της ότι θα πέθαινε .
Ο Τοτός για να την παρηγορήσει μια και ήταν μεγαλύτερος της λέει :
- Μη φοβάσαι αδερφούλα μου δείξε μου εμένα που είμαι μεγαλύτερος και ξέρω , τι έχεις και θα δεις ότι δεν είναι τίποτα . Η Ελενίτσα σηκώνει τη φούστα της και δείχνει στον Τοτό τι είχε .
Τότε ο Τοτός γουρλώνει τα μάτια του γεμάτος φόβο και απορία φωνάζει :

- Μάναααα τρέχαααα της Ελενίτσας της κόψανε τον που^%$&^στοοοοο !!!!


Βγαίνει μια γριούλα από το σπίτι της και τί βλέπει;


Ένας νεαρός άνδρας, ήταν ανεβασμένος πάνω στη συκιά που είχε στην αυλή της, κρατώντας μία τσάντα και έκοβε όλα τα σύκα της.
- "Τι κάνεις εκεί;" του λέει. "Κατέβα κάτω γρήγορα, γιατί αυτή η συκιά είναι δικιά μου."
Όμως ο νεαρός συνέχισε ακάθεκτος, χωρίς να της δίνει καθόλου σημασία.
- "Φύγε γρήγορα, γιατί θα φωνάξω την αστυνομία", συνέχισε η γριούλα.
Τότε πια, τα πήρε ο νεαρός και της λέει:
- "Φύγε παλιόγρια, γιατί αν κατέβω κάτω, θα σε π#$%ξω"
Τίποτα όμως, η γριούλα συνέχιζε να φωνάζει.
- "Φύγε παλιόγρια, γιατί αν κατέβω κάτω, θα σε π#$%ξω", της ξαναλέει.
Μα η γριά, δε σταματούσε. Τότε ο νεαρός κατεβαίνει νευριασμένος, παίρνει την σακούλα με τα σύκα και σηκώνεται να φύγει.
Γυρίζει τότε η γριούλα και του λέει:
-"Δε φτάνει που είσαι κλέφτης, είσαι και ψεύτης!"


Ο Χότζας καθόταν ακίνητος στον ήλιο,


με το πρόσωπό του καλυμμένο από μύγες, οι οποίες τον απομυζούσαν. Αυτός όμως καθόταν ατάραχος και τις ανεχόταν, χωρίς ν' αντιδρά καθόλου. Ξαφνικά, βγαίνει έξω η γυναίκα του και βλέπει την όλη κατάσταση.
Παίρνει λοιπόν ένα πανί και διώχνει τις μύγες από το πρόσωπο του Χότζα. Αυτός έγινε έξω φρενών και άρχισε να τη βρίζει και να τη μαλώνει.
"Μα γιατί άντρα μου με μαλώνεις, αφού έδιωξα τις μύγες που σου ρουφούσαν το αίμα", άρχισε αυτή να κλαίει.
"Ανόητη, ανόητη", φώναζε ο Χότζας, "αυτές οι μύγες ήταν χορτάτες.
Τώρα που τις έδιωξες θα έρθουν άλλες κι αυτή τη φορά θα είναι πεινασμένες"..