Είναι τώρα μια γιαγιάκα και πάει να περάσει το δρόμο…


Ξαφνικα πετάγονται δυο αλήτες μαλλιάδες και της αρπάζουν την τσάντα.
Η γιαγιά όμως δεν την αφήνει την τσάντα και έτσι την βαράνε και την σέρνουνε στο δρόμο για κανα πεντάρι μέτρα…
Τελικά την αφήνει και οι αλήτες φεύγουν με την τσάντα…
Ξαφνικά δέκα μέτρα πιο κάτω πετάγεται ένα χελωνονιντζάκι, τους αρχίζει στο κυνήγι, τους φτάνει, τους δέρνει και επιστρέφει στη γιαγιά με την τσάντα της…
Την σηκώνει ,την ξεσκονίζει , την περνάει και απέναντι στο δρόμο…
Του λέει η γιαγιά:
- Nα σαι καλά παιδί μου, με έσωσες. Πως σε λένε γιε μου?
- Χελωνονιντζάκι γιαγιάκα , απαντάει.
-Αχ,τέτοιους παλήκαρους βγάζει η Κρήτη!!

Στη μέση της σχολικής περιόδου ένας πατέρας αποφασίζει να πάει στο γυμνάσιο να ρωτήσει για την πρόοδο του γιου του.


Πρώτα βρίσκει τον
καθηγητή των μαθηματικών.
- Ποιος? ο Τσακμακίδης? του λέει ο καθηγητής – Χάλια αδιόρθωτα. Δευτέρα
γυμνασίου και ακόμη δεν ξέρει πόσο κάνουν ένα και ένα. Απελπισμένος ο
πατέρας, ρωτάει τον καθηγητή της γεωγραφίας.
- Λυπάμαι κύριε, του λέει και αυτός, αλλά ο γιος σας είναι εντελώς
ανεπίδεκτος μαθήσεως. Για να καταλάβετε δεν ξέρει ποια είναι η
πρωτεύουσα της Ελλάδας. Καταστενοχωρημένος ο πατέρας, επιστρέφει στο
σπίτι και μόλις γυρίζει ο γιος του, του λέει:
- Έλα εδώ παιδί μου. Πόσο κάνουν ένα και ένα?
- Τρία, απαντάει αυτός
- Και ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας?
- Η Λάρισα!
- Και αφού τα ξέρεις ρε βλάκα, γιατί δεν τα λες και στο σχολείο?!!!!!!!

Μπαίνει μια κατά λάθος στην τουαλέτα, κλείνει την πόρτα απότομα:


"συγνώμη, δεν είδα τίποτα".
Τι τίποτα μωρή!
Ξαναμπες και κοιτά καλύτερα!

Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό.


Το κοινό του άλλαζε κάθε βδομάδα, οπότε ο μάγος έκανε συνέχεια τα ίδια κόλπα.
Το μόνο πρόβλημα ήταν ο παπαγάλος του πλοίαρχου, ο οποίος είχε μάθει όλα τα κόλπα, και στην μέση του σώου φώναζε:
-Κοιτάξτε, έχει κι άλλο καπέλο! Γιατί τα τραπουλόχαρτα είναι όλα άσοι μπαστούνι; και διάφορα άλλα...
Ο ταχυδακτυλουργός είχε εξοργιστεί, αλλά και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.
Μία μέρα το πλοίο βυθίζεται και οι μόνοι που σώθηκαν ήταν ο παπαγάλος και ο ταχυδακτυλουργός που σκαρφάλωσαν σε μία σανίδα.
Οι δυό τους κοιτάζονταν με μίσος για 8 μέρες. Την ένατη μέρα ο παπαγάλος δεν άντεξε και φωνάζει:
- ΟΚ, παραδίνομαι! Που στο καλό έκρυψες το πλοίο;;;

Στην Αρχαία Κίνα ζούσε η μικρή ΜΟΥ ΝΙ.


Η μάνα της ήταν πολύ καταπιεστική.
Κάθε φορά που ερχόταν ο δάσκαλος της καλλιγραφίας η μικρή ΜΟΥ ΝΙ έφευγε και η μάνα της φώναζε από το παράθυρο:
ΜΟΥ ΝΙ Καλλιγραφία!
Επίσης δεν την άφηνε ποτέ να βγει χωρίς καπέλο γι” αυτό και κάθε φορά που η μικρή ήταν να φύγει της φώναζε:
ΜΟΥ ΝΙ, καπέλο!
Μεγαλώνοντας έγινε η 1η γυναίκα οδηγός ρυμουλκού πλοίων, με συνέπεια κάθε φορά που κάποιος ρωτούσε που είναι η ΜΟΥ ΝΙ, να του απαντούν ότι σέρνει καράβι …

Ο Πούτσος (427 π.Χ.–347 π.Χ.)
ήταν αρχαίος Έλληνας ανθοπώλης από την Αθήνα, ο οποίος έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία για την ομορφιά, την γοητεία και το ευγενές του χαρακτήρος του.
Από εκεί απορρέει το ρητό: «Στον πούτσο μου λουλούδια».
Παρόλο που υπήρξε φτωχός, ο Πούτσος ήταν ο πιο περιζήτητος γαμπρός της αρχαίας Αθήνας και όλοι οι πατεράδες προόριζαν τις ομορφότερες κόρες τους για τον Πούτσο.
Εξού και η φράση: «Το κορίτσι αυτό είναι για τον Πούτσο».
Όσο μεγάλωνε ο Πούτσος, οι γυναίκες τον λάτρευαν ακόμα περισσότερο.
Όταν περπατούσε στο δρόμο, υπήρχαν ασυγκράτητες γυναίκες που τον φιλούσαν παντού, τον έγλυφαν, τον μύριζαν, τον χάιδευαν και τον έφτυναν. Όλες αυτές ήταν για τον Πούτσο.
Πραγματικά ήταν αδύνατο να βγάλει κανείς τον Πούτσο από το μυαλό μιας γυναίκας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πούτσος τα πέρασε στην Καβάλα, εξοστρακισμένος από το καθεστώς των Τριάκοντα.
Οι Αθηναίες όμως δεν μπορούσαν να το ξεχάσουν και του έστελναν συνεχώς ερωτικά γράμματα. Όταν τα έδιναν στον ταχυδρόμο έλεγαν «Αυτό είναι για τον Πούτσο, Καβάλα».
Από εκεί βγήκε και η έκφραση που χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας.
Ο Πούτσος πέθανε το 347 π. Χ. σε ηλικία 80 χρόνων, κατά τη διάρκεια οργίων .
69 παρθένες κλαίγανε για μέρες πάνω από τον τάφο του, κι από τότε κυκλοφορεί η φράση «Τον Πούτσο κλαίγανε».
Για την συντετριμμένη γυναίκα του, Πούτσα, γράφτηκε τότε το μοιρολόι «Πούτσα μου πώς κατάντησες».
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αγιοποιήθηκε !!!. Έμεινε γνωστός ως Άη Πούτσος, η μνήμη του οποίου τιμάται με την κινητή εορτή του Άη Πούτσου ανήμερα.
Λένε πως τα λείψανά του φυλάσσονται σε κάποιο μοναστήρι , και ανήμερα της γιορτής διεξάγεται πανηγύρι (γνωστό ως μουνοπανήγυρις).
Φήμες τον θέλουν να είναι ο μόνος που σηκώνεται στο άκουσμα του «Εγέρθουτου».