O Γιώργος είναι ένας νέος 22 ετών

με αυστηρές ηθικές αρχές και ζει σε ένα χωριό της Κύπρου με τους γονείς του. Μια μέρα καθώς περπατά στους δρόμους του χωριού του βρίσκει ένα χαρτονόμισμα των 50 Ευρώ.

Το παίρνει αλλά η συνέιδησή του δεν τον αφήνει να το κρατήσει. Πανικοβλημένος πάει σπίτι του, βρίσκει τον πατέρα του και τον ρωτά τι να κάνει.
- Κοίταξε γιέ μου του λέει, είναι η τυχερή σου μέρα πρέπει να το κρατήσεις το χαρτονόμισμα.

- Μα πατέρα σίγουρα κάποιος το έχασε δεν μπορώ να το πάρω.

- Που να ψάξεις τώρα να βρεις ποιος το έχασε τώρα……

Μετά από αρκετή ώρα και αφού ο πατέρας του δεν κατάφερε να τον πείσει ότι πρέπει να το κρατήσει του λέει:
- Κοίτα Γιώργο. Κράτησε το. Αλλά αν δεν αισθάνεσαι καλά πήγαινε βόλτα στο χωριό, και τον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσεις δώσε το χαρτονόμισμα.

Μπερδεμένος ο Γιώργος φεύγει και περπατά στο χωριό. 200 μέτρα πιο κάτω βλέπει μια νεαρή Ρουμάνα.
- Έλα πάρε το, της λέει.

- Οχι, 50 τέλω 100.

- Μα ο πατέρας μου…

- Πατέρας σου ταχτικός πελάτης και κάνω έκπτωση 50%.

Ένας άντρας βγαίνει με τρεις γκόμενες και θέλει να αποφασίσει ποια θα παντρευτεί.

Σκέφτηκε λοιπόν το εξής κόλπο.Τους κάνει δώρο από 3000 ευρώ για να δει τι θα τα κάνουν.Η πρώτη τα παίρνει και πηγαίνει στα ρουχάδικα και παπουτσάδικα και τα ξεσκίζει.Μετά πάει στον άντρα και του λέει:
-Αγάπη μου φτιάχτηκα για να με βλέπεις και να με απολαμβάνεις γιατί σε αγαπώ πολύ. Ο άντρας ευχαριστήθηκε πολύ.Η δεύτερη πάει στα αντρικά είδη και του ψωνίζει ρούχα και πούρα.Μετά πάει και του λέει:
-Αγάπη μου σου ψώνισα αυτά τα δώρα για να τα ευχαριστηθείς και να είσαι καλά, γιατί σε αγαπώ πολύ.Ο άντρας ευχαριστήθηκε πολύ.Η τρίτη πάει στο Χρηματιστήριο τα επενδύει και κερδίζει τα τριπλά.Του επιστρέφει τα 3000 ευρώ και ξαναεπενδύει τα υπόλοιπα σε κοινό λογαριασμό.Μετά πάει και του λέει:
-Αγάπη μου επένδυσα τα χρήματα που μου έδωσες γιατί θέλω να φτιάξουμε το σπίτι μας και να περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας άνετα, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να μην χρειάζεται να ξεσκιζόμαστε στη δουλειά.Ο άντρας ευχαριστήθηκε πολύ.Μετά σκέφτηκε για μερικές μέρες και αποφάσισε να παντρευτεί αυτή που είχε τα μεγαλύτερα βυζγιά..

Ο γέρο ξυλοκόπος και το λιοντάρι

Μια φορά ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός κ’ είχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα έπαιρνε το γαϊδούρι του κ’ επήγαινε στο δάσος κ’ έκοβε με το πελέκι του ξύλα- χτυπούσε αποδώ, χτυπούσε αποκεί, όσο μπορούσε.

Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:

- Κάτσε, γέρο, να ξεκουραστείς κ’ εγώ να σου κόψω τα ξύλα, να φορτώσεις το ζώο σου και να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις τίποτε των παιδιών σου για να φάνε.

Έτσι κι έγινε. Έκατσεν ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι τα ξύλα, εφόρτωσε το γαϊδούρι του κ’ έφυγεν ο γέρος...

Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγεν ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι του είπε:

- Φέρνε, γέρο, το ζώο σου κάθε μέρα να σου το φορτώνω ξύλα.

Από τις πολλές φορές μια μέρα έκαμνε ζέστη φοβερή. Κουράστηκε το λιοντάρι κόβοντας τα ξύλα και είπε:

-Κάτσε, γέρο, από κάτω απ’ την ελιά πού έχει δροσιά, να ρθώ κι εγώ να βάλω το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά σου, να ξεκουραστώ. Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του γέρου και τον ερώτησε:

- Είμαι όμορφος, μπάρμπα;
- Είσαι όμορφος, γιέ μου.
- Είμαι αντρειωμένος;
- Είσαι, λιοντάρι μου, είσαι!
- Είμαι και νιούτσικος;
- Είσαι.
- Είδες τι παλικάρι είμαι εγώ; έχω όλα τα χαρίσματα!
- Τα έχεις όλα τα καλά, μα έχεις κ’ ένα μεγάλο κακό. Βρωμάει πολύ το στόμα σου!

Το λιοντάρι αμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο και είπε στο γέρο:

- Έλα τώρα, πάρε το πελέκι σου και δώσ’ μου μιά μέσα στο σβέρκο.
- Ποτέ δεν θα το κάνω αυτό, γιέ μου, να χτυπήσω μέσ’ στο σβέρκο με το πελέκι ένα πλάσμα πού μου έκαμε τόσο καλό!
- Μα εγώ το θέλω, είπε το λιοντάρι κι ο γέρος του έδωσε μιά με το πελέκι του και του άνοιξε μιά πληγή δυό δάχτυλα βαθιά.

Επήγαινε πάλι κάθε μέρα ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι, έτσι πληγωμένο πού ήταν, έκοβε ξύλα κι ο γέρος τα φόρτωνε στο ζώο του.

Άμα πέρασε αρκετός καιρός, του λέει το λιοντάρι:
- Κοίτα, γέρο, πώς σου φαίνεται ο σβέρκος μου;
- Έγιανε τέλεια, καλέ γιέ μου! του λέει ο γέρος.

Κοτζιά μου πληγή έγιανε, του απαντά, μα ο λόγος πού μου είπες, πώς βρωμάει το στόμα μου, έμεινε μέσα στην καρδιά μου και άιντε φύγε και να μη ξανάρθεις πια, γιατί θα σε φάω.

Γι αυτό λένε: Η μαχαιριά γιανίσκει (γιατρεύεται) μα ο κακός λόγος μεινίσκει (μένει).

Ο λευκός ιεραπόστολος ζούσε ειρηνικά σε ένα αφρικάνικο χωριό

εδώ κι ένα χρόνο περίπου. Μια μέρα ο αρχηγός του χωριού τον κάλεσε στη σκηνή του για να συζητήσουν για ένα μεγάλο πρόβλημα. -Τι συμβαίνει αρχηγέ; ρώτησε ο ιεραπόστολος. -Εσύ σε μεγκάλο μπελά! Χτες ανιψιά μου γκέννησε λευκό παιντί.
Εσύ μόνος λευκός στο χωριό. Αποφασίσω αν εσύ ζήσεις.
 Ο ιεραπόστολος κοίταξε 
πίσω από τον αρχηγό προς την πλαγιά του βουνού. -Κοίταξε γέρο μου. Ξέρω ότι 
φαίνεται άσχημο.
 Αλλά είναι απλώς μια παραξενιά της φύσης. 
Λέγεται αλβινισμός.
Η διαφορετικότητα δε σημαίνει τίποτε. Παντού υπάρχουν εξαιρέσεις.

 Για
παράδειγμα, κοίταξε εκείνο το κοπάδι με τα άσπρα πρόβατα που βόσκουν στο
λόφο απέναντι. 

-Τα βλέπω. 
-Τότε θα πρόσεξες ότι στο κοπάδι υπάρχει κι ένα
μαύρο πρόβατο.

 Είναι το μοναδικό μαύρο πρόβατο σε όλο το χωριό αρχηγέ.
-Εντάξει, εντάξει. Αν εσύ ντεν μιλήσεις, ντεν μιλήσω κι εγκώ, είπε χλωμιάζοντας ο
αρχηγός.

Ενας μπαμπάς κι ο γιος του περνάνε με το αυτοκίνητο μέσα από μια γειτονιά με εκδιδόμενες.

Ο γιος με έκπληξη ρωτάει:
- «Τι κάνουν μπαμπά αυτές οι κυρίες στην άκρη του δρόμου;»

Ο μπαμπάς, κάπως ταραγμένος, απαντά:
- «Πουλούν λίγη ευτυχία, παιδί μου…»

Όταν επιστρέφουν σπίτι, ο μικρός σπάει τον κουμπαρά του, βγάζει 20 ευρώ και γυρνάει στη γειτονιά. Πλησιάζει μια που κάνει πεζοδρόμιο, της δίνει τα λεφτά και της λέει:
- «Θέλω να αγοράσω λίγη ευτυχία!»

Έκπληκτη η γυναίκα παίρνει τον μπόμπιρα μαζί της, τον ανεβάζει στο δωμάτιο και του ετοιμάζει τρεις φέτες ψωμί με μερέντα!

Γυρνάει ενθουσιασμένος ο μικρός στο σπίτι:
- «Μπαμπά, πήγα κι αγόρασα λίγη ευτυχία…»

Ταραγμένος ο πατέρας τον ρωτάει τι έγινε ακριβώς…
Κι ο μικρός:

- «Τις πρώτες 2 τις κατάφερα μια χαρά, αλλά στην 3η ήμουν τόσο χορτασμένος, που μόνο την έγ…..ψα!»