Πήγε ένας πλασιέ στο σπίτι μιας γριάς για να την πείσει να αγοράσει βιβλία…


Όπως καθόντουσαν και κουβέντιαζαν είδε ο πλασιέ κάτι αμυγδαλάκια σε ένα μπολ και λέει στην γριά:
- Θα μπορούσα να πάρω μερικά;
- Φάε όσα θες, του είπε η γριά, χαρούμενη που είχε παρέα.
Με την κουβέντα ξεχάστηκε ο μεσίτης και τα έφαγε όλα.
Μόλις το συνειδοτοποίησε είπε στην γριά:
- Χίλια συγνώμη, τα έφαγα όλα.
Και του είπε η γριά:
- Δεν πειράζει, παιδάκι μου, από την μέρα που έβγαλα τα δόντια μου και έβαλα μασέλες δεν μπορώ να φάω τίποτε σκληρό. Γλύφω την σοκολάτα, και τα αμύγδαλα τα αφήνω.

Ένας μέσος άνθρωπος τρώει την ημέρα περίπου 1,5kg τροφής...


Οπότε στο έτος έχουμε...365*1,5=547,5
Ας υποθέσουμε οτι τα 2/3 απο αυτά γίνονται ''κόπρανα''... 
οπότε έχουμε:365 κιλά ''κόπρανα''....
στα 21 του δηλαδή ο Μώμο (εγω) έβγαλε 
365*21=7665kg ΣΚΑΤΑ!!!!!!!

Ποια γάτα περπατάει στα 2 πόδια ;


- Δεν ξέρω .
- Ο Γκάρφιλντ !
- Ποιο ποντίκι περπατάει στα 2 πόδια ;
- Δεν ξέρω .
- Ο Μίκυ Μάους !
- Ποια πάπια περπατάει στα 2 πόδια ;
- Ο Ντόναλντ ;
- Όλες οι πάπιες ρε βλ@μμένε .

Μαμά, Μαμά...


- Τι είναι παιδί μου;;
- Το σπίτι παίρνει φωτιά.
- Μην φωνάζεις... βγες έξω χωρίς να κάνεις φασαρία!!
- Γιατί;;
- Για να μην ξυπνήσεις τον Μπαμπά!!!

Ενας ηλικιωμένος πηγαίνει την βόλτα του όπου τυχαία περνά έξω απο ένα μπουρδέλο.......


Μία ιερόδουλη του φωνάζει:
- Ε .. . .παπού! Γιατί δεν κάνεις μία προσπάθεια ?
Ο γέρος της απαντά:
- Οχι κόρη μου . . . δεν μπορώ !
Η ιερόδουλη :
- Κουράγιο παπού ! Ελα να δοκιμάσουμε !!!
Ο παπούς μπαίνει μέσα και το κάνει ...... όπως ένας 25χρονος ...
Η ιερόδουλη λέει :
- Θεέ μου ! Γιατί λές ότι δεν μπορείς ?
Ο παπούς απαντά:
- Ααα - σεξ μπορώ ! αυτό που δεν μπορώ είναι να πληρώσω !!

Γίνονται εκλογές και κερδίζει η παράταξη που


για χρόνια ήταν στην αντιπολίτευση. Σε ένα από τα υπουργεία κατά την παράδοση ο παλιός υπουργός λέει στον καινούριο:
«Εκτός από όσα σου είπα ήδη στο 3ο συρτάρι του γραφείου θα βρεις 3 γράμματα για την αντιμετώπιση κρίσεων».
Ο νέος υπουργός όλο αυτοπεποίθηση απαντά:
«Τι να τα κάνω τα γράμματά σου! Εμείς έχουμε πρόγραμμα και όλα θα πάνε μια χαρά».
Περνάνε έξι μήνες και ξεσπά η πρώτη κρίση. Ο νέος υπουργός προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με δηλώσεις και συνεντεύξεις στα ΜΜΕ αλλά τα πράγματα δεν ηρεμούν. Μετά από λίγο θυμάται τα γράμματα του προκατόχου του. Τρέχει στο γραφείο, ανοίγει το γράμμα Νο 1 και διαβάζει:
«Για την πρώτη μεγάλη κρίση θα ισχυρισθείς ότι για τα προβλήματα φταίει ο προηγούμενος. Ζήτα πίστωση χρόνου».
Έτσι και γίνεται: ο υπουργός λέει στο λαό ότι δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί το χάος που παρέλαβε από τον προηγούμενο υπουργό μέσα σε έξι μήνες και ως εκ τούτου θα πρέπει να του δοθεί μια πίστωση χρόνου ώστε να φέρει αποτέλεσμα το πρόγραμμα της κυβερνήσεως.
Η κρίση εκτονώνεται. Μετά από έξι μήνες ξεσπά νέα κρίση. Ο υπουργός αρχίζει πάλι τις δικαιολογίες στον τύπο, αναμασά τα ίδια και τα ίδια, δίνει συνεντεύξεις, γράφει άρθρα στις φιλικά προσκείμενες εφημερίδες αλλά δε γίνεται τίποτα. Τα ΜΜΕ τον φτύνουν και ο λαός έξαλλος. Θυμάται τα γράμματα, ανοίγει το φάκελο Νο 2 και βλέπει τα εξής:
«Θα ισχυρισθείς ότι για όλα τα προβλήματα φταίει το σύστημα».
Πράγματι, ο υπουργός βγάζει ένα δεκάρικο λόγο για τις αδυναμίες του συστήματος, για το σάπιο κατεστημένο που εμποδίζει το έργο του και για το οποίο ουδεμία ευθύνη φέρει η νέα κυβέρνηση, για το νομικό πλαίσιο που δυστυχώς δεν είναι ευέλικτο και προοδευτικό, και υπόσχεται ότι το πολύ μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν αντιμετωπιστεί τα θέματα.
Η κατάσταση βελτιώνεται και ο υπουργός ηρεμεί. Δυστυχώς όμως επειδή όλα τα ωραία δεν κρατούν για πάντα σε λίγο ξεσπά νέα κρίση ακόμα πιο σφοδρή, η καρέκλα του υπουργού μας τρίζει επικίνδυνα και αυτή τη φορά πανικόβλητος τρέχει κατευθείαν στο συρτάρι συγχωρώντας τα πεθαμένα του προκατόχου του που τόσο καλός φάνηκε μαζί του και του εμπιστεύτηκε τέτοιο θησαυρό.
Ανοίγει το 3ο γράμμα και διαβάζει:
«Δεν υπάρχει δικαιολογία. Ετοίμασε τρία γράμματα για τον επόμενο».

Ήταν δυο φίλοι μουσικοί.


Ξαφνικά πεθαίνει ο ένας από καρδιά. Πέφτει σε μελαγχολία ο άλλος. Περνάει ο καιρός κι αυτός δε μπορεί ακόμα να αποδεχτεί την απουσία του φίλου του. Κάθε μέρα παρακαλά το Θεό να δει ξανά τον φίλο του, έστω για λίγο.
Ξαφνικά γίνεται ένα θαύμα κι εμφανίζεται μπροστά του!
- Γρηγόρη! Πόσο μου έλειψες! Δεν το πιστεύω ότι σε βλέπω! Κάθε μέρα ζω με την ελπίδα ότι όπου κι αν είσαι, περνάς καλά…!
- Όντως, η αλήθεια είναι ότι περνάμε πολύ καλά. Βασικά Σωτήρη εγώ ήρθα εδώ σήμερα είναι για να σου πω κάποια πράγματα.
- Καλά ή κακά;
- Και τα δύο.
- Πες τα καλά πρώτα…
- Τα καλά είναι ότι περνάμε καταπληκτικά! Συναυλίες συνεχώς. Προχτές έπαιζε ο Bob Marley κι από κάτω όλοι τραγουδούσαμε «No Woman No Cry»… Πριν μια βδομάδα έπαιξε ο Kurt Cobain με τον Jim Morisson, έχουν κάνει νέο γκρουπ πλέον… Άσε σου λέω, πολύ καλά σκηνικά…
- Απίστευτο! Αυτό είναι καταπληκτικό! Και τα άσχημα; Ποια είναι τα άσχημα;
- Εχμ… βασικά… βγήκαν αφίσες… παίζεις το Σάββατο…!!!

Ένας τύπος με μηχανή


πάει να περάσει τα Μεξικανικά σύνορα με δύο σάκους να ισορροπούν στους ώμους του .
Φρουρός : ” Τι έχεις στους σάκους ; ”
Τύπος : ” Αμμο ! ”
Ο φρουρός τον κατεβάζει από τη μηχανή , ψάχνει τους σάκους … γεμάτοι άμμο . Ο τύπος τα μαζεύει , ανεβαίνει στη μηχανή και φεύγει . Μετά από δύο εβδομάδες , πάλι τα ίδια …
Φρουρός : ” Τι έχεις εκεί ; ”
Τύπος : ” Αμμο ! ”
Φρουρός : ” Κατέβα να σε ψάξουμε “. 
Τα ίδια … τίποτα παρά άμμος και ο τύπος ανέβηκε στη μηχανή και έφυγε .
Κάθε δύο εβδομάδες , επί έξι μήνες , οι έρευνες συνεχίστηκαν . Τελικά , μια βδομάδα ο τύπος δε φάνηκε . Ωστόσο , τον πέτυχε ο φρουρός στο κέντρο της πόλης και του λέει :
” Κολλητέ , μας είχες τρελάνει . Ξέραμε ότι κάτι πέρναγες λαθραία πάνω – κάτω . Δε θα πω τίποτα σε κανέναν … τι λαθραία περνούσες απ τα σύνορα ; ”
Κι ο τύπος απαντά :
” Μοτοσικλέτες ” .

Κάποιος, κάπου, κάποτε είχε ένα θεματάκι: όπου κι αν πήγαινε, από τη δουλειά μέχρι το καφενείο


με ένα «καλώς τον κερατά» τον υποδέχονταν και με ένα «γεια σου, ρε τάρανδε» τον αποχαιρετούσαν.
Μια, δυο, τρεις και χίλιες δεκατρείς, πήγε να πέσει σε κατάθλιψη ο άνθρωπος. Μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε και τον έπνιξε το παράπονο μπροστά σε έναν παιδικό του φίλο που είχε έλθει να τον δει από το εξωτερικό.
—Τι έχεις, ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν μπορώ να σε βλέπω, μου μαύρισες την ψυχή.
—Τι να ‘χω, ρε Αρτέμη; Να, όπου πάω κι όπου σταθώ, κερατά με ανεβάζουνε, κερατά με κατεβάζουνε. Γελάει όλη η πόλη μαζί μου.
—Τι λες τώρα! Και εσύ τι κάνεις; Τους πιστεύεις;
—Τι να σου πω, ρε Αρτέμη. Πολλά λένε, πολλοί τα λένε, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό για να πιστέψω.
—Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Εμένα η γυναίκα σου δεν με ξέρει. Κανείς εδώ δεν με ξέρει παρά μόνο εσύ. Θα στηθώ έξω από το σπίτι σου την ώρα που φεύγεις, θα την παρακολουθήσω και θα δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Μετά θα έλθω να σου πω. Αν είναι ένοχη, δεν μπορεί, μια, δυο, τρεις, κάπου θα την πιάσω.
—Αν το κάνεις αυτό για το φίλο σου, θα σου έχω μεγάλη υποχρέωση.
Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί στήνεται ο φίλος έξω από το σπίτι του κολλητού του. Λίγη ώρα αργότερα, τον παίρνει στο τηλέφωνο.
—Έλα, έχω νέα. Πρέπει επειγόντως να σε δω.
—Καλά ή κακά; Πες μου, με τρώει η αγωνία.
—Έλα και θα σου πω.
Ύστερα από λίγο συναντιούνται στο καφενείο.
—Λέγε, λέγε, δεν αντέχω.
—Τι να σου λέω; Περιβόλι η κυρία.
—Δηλαδή;
—Με το που βγαίνει από το σπίτι, την παίρνω στο κατόπι. Δυο στενά πιο κάτω, την περιμένει ένα αμάξι. Μέσα είναι δύο τύποι. Μπαίνει μέσα και φεύγουν.
—Και μετά και μετά;
—Από πίσω κι εγώ με το μηχανάκι. Δέκα λεπτά αργότερα, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ξενοδοχείο. Απ’ αυτά τα «πονηρά».
—Και μετά και μετά;
—Μετά ανεβαίνουν και οι τρεις πάνω. Ορμάω κι εγώ, χαρτζιλικώνω το ρεσεψιονίστ και μου δίνει το διπλανό δωμάτιο.
—Και μετά και μετά;
—Στην αρχή δεν ακούω τίποτα. Λίγο μετά, ακούω κάτι λαχανιάσματα και μετά κάτι βογκητά. Δίνω μία, πηδάω από το μπαλκόνι μου στο δικό τους και κρυφοκοιτάω πίσω από τις κουρτίνες. Και τι να δω, ρε Νώντα;
—Τι είδες; Πες μου, τρελαίνομαι!
—Η δικιά σου, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας ξαπλωμένος δίπλα της και ο άλλος όρθιος αρχίζει να γδύνεται, εμφανώς ξαναμμένος.
—Και μετά και μετά;
—Τι και μετά και μετά; Με το που γδύνεται ο δεύτερος και ξαπλώνει κι αυτός, ο άλλος κάνει μια με το χέρι του και σβήνει το φως. Πίσσα το σκοτάδι, όσο και να προσπάθησα, ρε Νώντα, δεν μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω.
—Ααααχ, είδες τι σου έλεγα, ρε Αρτέμη;
Αυτές οι ρημάδες οι αμφιβολίες είναι που θα με φάνε…

Σε μια καφετέρια στην Καρδίτσα


μια κοπέλα έπινε τον καφέ της όταν την πλησιάζει ένας νεαρός και της λέει:
- Πλίτς;
Μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς της λέει, η κοπέλα ρωτάει το γκαρσόνι που πέρναγε δίπλα της.
- Τι είναι αυτός;
Το γκαρσόν τον κοιτάζει και απαντά:
- Αυτός; Είναι πλατς!
Πάλι δεν κατάλαβε η κοπέλα και απευθύνθηκε σε κάποιον που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι μήπως εκείνος μπορούσε να της εξηγήσει.
- Α… λέει εκείνος. Αυτός που σε πλησίασε σε ρώτησε αν πλήττεις(πλίτς). Και το γκαρσόνι που ρώτησες να σου πει τι είναι αυτός, σου είπε ότι είναι πελάτης!(πλατς)