Σε κάποιο ταξίδι του ο Χότζας μπαίνει να περάσει τη νύχτα του σ’ ένα παμπάλαιο χάνι.


Πέφτει για ύπνο αλλά από το φόβο και την αγωνία του δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Oλη νύχτα, από το ταβάνι ακούγονται θόρυβοι σαν να τρίζουν τα δοκάρια της σκεπής.
Το πρωί, πολύ νωρίς, κι ενόσω ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το ετοιμόρροπο κτήριο, συναντάει στην πόρτα τον ξενοδόχο.
Του λέει για τους νυχτερινούς θορύβους και τον συμβουλεύει να πάρει κανένα μάστορα να του φτιάξει το ταβάνι.
Ο άλλος, με δουλικό χαμόγελο, πασχίζει να δικαιολογήσει την κατάσταση στον άνθρωπο του Θεού.
«Χωρίς λόγο φοβήθηκες, Χότζα μου. Οι θόρυβοι που άκουσες ήταν οι φωνές του κτηρίου που δοξολογούσαν το Θεό ! Εσύ, άλλωστε, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όλα τα όντα του σύμπαντος υμνούν το Θεό διαρκώς και ακατάπαυστα !»
Κι ο Χότζας: «Μα ναί, φίλε μου, γι’ αυτό το λόγο ανησύχησα κι εγώ.
Είπα, μήπως μετά τους ύμνους αρχίσει και τις μετάνοιες το ευλογημένο το ερείπιο !

(απόσπασμα από το βιβλίο Νασρεντίν Χότζας -
ιστορίες και χωρατά απο τη Μικρά Ασία και τον Ελλαδικό χώρο)