Μια φορά ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός κ’ είχε κάμποσα παιδιά. Κάθε μέρα έπαιρνε το γαϊδούρι του κ’ επήγαινε στο δάσος κ’ έκοβε με το πελέκι του ξύλα- χτυπούσε αποδώ, χτυπούσε αποκεί, όσο μπορούσε.
Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:
- Κάτσε, γέρο, να ξεκουραστείς κ’ εγώ να σου κόψω τα ξύλα, να φορτώσεις το ζώο σου και να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις τίποτε των παιδιών σου για να φάνε.
Έτσι κι έγινε. Έκατσεν ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι τα ξύλα, εφόρτωσε το γαϊδούρι του κ’ έφυγεν ο γέρος...
Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγεν ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι του είπε:
- Φέρνε, γέρο, το ζώο σου κάθε μέρα να σου το φορτώνω ξύλα.
Από τις πολλές φορές μια μέρα έκαμνε ζέστη φοβερή. Κουράστηκε το λιοντάρι κόβοντας τα ξύλα και είπε:
-Κάτσε, γέρο, από κάτω απ’ την ελιά πού έχει δροσιά, να ρθώ κι εγώ να βάλω το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά σου, να ξεκουραστώ. Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του γέρου και τον ερώτησε:
- Είμαι όμορφος, μπάρμπα;
- Είσαι όμορφος, γιέ μου.
- Είμαι αντρειωμένος;
- Είσαι, λιοντάρι μου, είσαι!
- Είμαι και νιούτσικος;
- Είσαι.
- Είδες τι παλικάρι είμαι εγώ; έχω όλα τα χαρίσματα!
- Τα έχεις όλα τα καλά, μα έχεις κ’ ένα μεγάλο κακό. Βρωμάει πολύ το στόμα σου!
Το λιοντάρι αμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο και είπε στο γέρο:
- Έλα τώρα, πάρε το πελέκι σου και δώσ’ μου μιά μέσα στο σβέρκο.
- Ποτέ δεν θα το κάνω αυτό, γιέ μου, να χτυπήσω μέσ’ στο σβέρκο με το πελέκι ένα πλάσμα πού μου έκαμε τόσο καλό!
- Μα εγώ το θέλω, είπε το λιοντάρι κι ο γέρος του έδωσε μιά με το πελέκι του και του άνοιξε μιά πληγή δυό δάχτυλα βαθιά.
Επήγαινε πάλι κάθε μέρα ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι, έτσι πληγωμένο πού ήταν, έκοβε ξύλα κι ο γέρος τα φόρτωνε στο ζώο του.
Άμα πέρασε αρκετός καιρός, του λέει το λιοντάρι:
- Κοίτα, γέρο, πώς σου φαίνεται ο σβέρκος μου;
- Έγιανε τέλεια, καλέ γιέ μου! του λέει ο γέρος.
Κοτζιά μου πληγή έγιανε, του απαντά, μα ο λόγος πού μου είπες, πώς βρωμάει το στόμα μου, έμεινε μέσα στην καρδιά μου και άιντε φύγε και να μη ξανάρθεις πια, γιατί θα σε φάω.
Γι αυτό λένε: Η μαχαιριά γιανίσκει (γιατρεύεται) μα ο κακός λόγος μεινίσκει (μένει).