Ο πατέρας, της γενιάς του Πολυτεχνείου, κάθεται στο σαλόνι του σπιτιού του μαζί με τον 10χρονο γιο του

και το νεώτερο βλαστάρι της οικογένειας, ένα μωρό 1 έτους.
Κάποια στιγμή αποφασίζει να εξηγήσει στον «μεγάλο» τι σημαίνουν όλα όσα ακούγονται για τις κοινωνικές τάξεις, την αντιπαλότητά τους και τον ρόλο της εξουσίας στη ζωή μας.
- Κοίτα παιδί μου , του λέει, η κοινωνία είναι όπως η οικογένεια. Στην δική μας οικογένεια για παράδειγμα, εγώ είμαι το κεφάλαιο. Αυτός δηλαδή που κερδίζει και φέρνει τα χρήματα. Η μητέρα σου είναι η κυβέρνηση, αυτή αποφασίζει που και πώς θα τα ξοδέψουμε. Η υπηρέτρια είναι η εργατική τάξη. Εσύ παιδί μου είσαι ο λαός.
- Το μωρό πατέρα τι είναι, ρωτάει ο γιος, ο λαουτζίκος;
- Όχι παιδί μου, το μωρό είναι το μέλλον του λαού , απαντάει ο πατέρας.
Η ώρα έχει περάσει και πάνε όλοι για ύπνο.
Κάποια στιγμή, αργά τα μεσάνυχτα, το μωρό τα έχει «κάνει» και κλαίει με λυγμούς.
Κανένας δεν σηκώνεται να το ησυχάσει.
Ο γιος, σηκώνεται, χτυπάει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας των γονέων του. Τίποτα!
Μισ” ανοίγει την πόρτα και βλέπει την μητέρα του να κοιμάται ατάραχη φορώντας ωτοασπίδες.
Ο πατέρας πουθενά.
Πηγαίνει προς την κουζίνα και από την μισάνοιχτη πόρτα βλέπει τον πατέρα του να «πηδάει» την υπηρέτρια. Φεύγει αθόρυβα και από εκεί πλήρως απογοητευμένος και επιστρέφει στο δωμάτιό του.
Το πρωί, αναφέρει στον πατέρα του το βραδινό περιστατικό με το κλάμα του μωρού.
- Να σου εξηγήσω γιε μου, λέει ο πατέρας.
- Άσε, άσε πατέρα κατάλαβα, του απαντάει ο γιος.

Τα σημεία της στίξεως (παλιό αλλά καλό!)

Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1915-1917) στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαιδεύσεως ανέβαινε με ένα μουλάρι σ' ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον δάσκαλο του (μονοθέσιου βεβαίως) σχολείου. 
Στον δρόμο που πήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
-Δε μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή Βασιλικός;
-Βενιζελικός, απαντά ο αγωγιάτης.
-Α, το γαϊδούρι! σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν και αυτός Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στο δάσκαλο τη στιχομυθία:
- Το και το, δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι.
Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τον δάσκαλο, ποιο είναι το μάθημα της ημέρας.
- Τα σημεία της στίξεως, απαντά ο δάσκαλος.
- Ας δούμε, λοιπόν, τι ξέρουν τα παιδιά, λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε έναν μαθητή, τον Σήφη, στον πίνακα και του είπε να γράψει τη φράση: «Ο επιθεωρητής είπε, ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι».
Αφού, έκπληκτος ο μαθητής, το έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι, παιδί μου, γαϊδούρι;
- Ο δάσκαλος, ψέλλισε ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο επιθεωρητής, κύριε, απάντησε ο Σήφης.
- Ωραία, είπε ο δάσκαλος. Γράψε τώρα την ίδια φράση με δύο κόμματα και με άλλη σειρά: «Ο επιθεωρητής, είπε ο δάσκαλος, είναι γαϊδούρι».
Μόλις τελείωσε ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιος είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;
- Ο επιθεωρητής, απαντά δειλά ο Σήφης.
- Και ποιος το είπε;
- Ο δάσκαλος, απαντά ο Σήφης.
Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει:
- Είδατε παιδιά τι κάνουν τα κόμματα;
Πότε βγάζουν γάιδαρο τον επιθεωρητή και πότε το δάσκαλο!
Στις μέρες μας, ο Σήφης, υπεραιωνόβιος παππούς πλέον, καθισμένος στην πολυθρόνα του μπροστά στη τηλεόραση άκουσε για νέες μειώσεις στις συντάξεις και είπε:
- Όταν ήμουν μαθητής, άκουγα κάθε τόσο τον δάσκαλο να μας λέει:
Παιδιά μου, να προσέχετε τα κόμματα!Ένα λάθος κόμμα, μπορεί να σας χαλάσει τελείως τη σύνταξη! Έπρεπε να περάσουν ενενήντα χρόνια για να καταλάβω τι εννοούσε ο δάσκαλος..

Είναι ένας πελαργός και κουβαλάει ένα γέροντα 80 χρονών..

Κάποια στιγμή γυρνάει ο γέροντας και λέει στον πελαργό:
«Έλα μαλάκα, παραδέξου ότι χαθήκαμε».

Πάει μια ξανθιά σε ένα ζαχαροπλαστείο.

Βλέπει ένα γλυκό και ρωτά τον ζαχαροπλάστη:
- Τι είναι αυτό;
- Αυτό είναι τουλούμπα 
ΟΚ, λέει η ξανθιά και σηκώνεται και φεύγει. Ύστερα από λίγο γυρίζει πάλι και λέει στο ζαχαροπλάστη:
- Να σας πω… εάν δεν έρθει ο… Λούμπας, να το αγοράσω εγώ;

Γιατρέ, παραπονιέται ο Γιάννης, δεν ξέρω τι να κάνω,

εδώ και ένα μήνα βλέπω κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Μόλις με παίρνει ο ύπνος ονειρεύομαι ότι οδηγώ μια νταλίκα από Αθήνα μέχρι Ορεστιάδα. Ταξιδεύω όλη νύχτα! Ξυπνάω το πρωί και είμαι κατάκοπος, δεν τολμώ να κοιμηθώ!
Του είπε τότε λοιπόν ο γιατρός:
- "Θα παίρνεις τα φάρμακα που σου γράφω, το πρόβλημα σου βέβαια δε θα λυθεί τελείως. Όμως θα οδηγείς πλέον μόνο μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Θα εμφανίζομαι εγώ στο όνειρο σου και θα οδηγώ τη νταλίκα μέχρι Ορεστιάδα."
Έτσι και έγινε. Μετά από καιρό Ο Γιάννης συναντά ένα φίλο του που είχε ένα παρόμοιο πρόβλημα. Εδώ και ένα μήνα, λέει, βλέπω κάθε νύχτα το ίδιο όνειρο. Μόλις με παίρνει ο ύπνος έρχονται η μις Ελλάς και η μις Κόσμος. Μέχρι να ικανοποιήσω τη μια μου την πέφτει η άλλη. Όλη τη νύχτα γίνεται αυτή η δουλειά. Ξυπνάω το πρωί και είμαι ένα ζωντανό πτώμα. Βρίσκομαι στα όρια της ολικής κατάρρευσης.
Στέλνει λοιπόν ο Γιάννης το φίλο μας στον ίδιο γιατρό και μετά από δυο εβδομάδες ξανασυνάντιουνται.
- "Τι έγινε εντάξει;"
- "Εε. . Σχεδόν εντάξει."
- "Δηλαδή;"
- "Μου έδωσε κάτι φάρμακα και μόλις μου την πέφτουν οι γυναίκες, μετά τον πρώτο γύρο, έρχεται στον ύπνο μου ο γιατρός και τις αναλαμβάνει πλέον αυτός."
- "Ωραία τυχεράκια και απολαμβάνεις και κοιμάσαι!"
- "Ναι. Μόλις όμως πάρει τις γυναίκες μου δίνει μια νταλίκα και την πάω κάθε βράδυ Θεσσαλονίκη - Ορεστιάδα!"