Στην πρώτη νύχτα του γάμου, το νιόπαντρο ζευγάρι επιστρέφει σπίτι μετά την εκκλησία για να αλλάξει.

H νύφη βγαίνει από το μπάνιο μετά από ένα σύντομο ντους, φορώντας ένα όμορφο μπουρνούζι. O περήφανος σύζυγος τη βλέπει και λέει «Aγάπη μου, τώρα πια είμαστε παντρεμένοι, μπορείς να βγάλεις το μπουρνούζι».
H όμορφη σύζυγος το βγάζει κι εκείνος μένει έκθαμβος. «Ωωω, ααα», αναφωνεί. «Θεέ μου, είσαι τόσο όμορφη… Aσε με να σε τραβήξω φωτογραφία».
«Γιατί;» τον ρωτάει παραξενεμένη.
«Για να κρατήσω την ομορφιά σου δίπλα στην καρδιά μου για πάντα», της απαντάει εκείνος.
Aυτή χαμογελάει, αυτός τραβάει τη φωτογραφία και στη συνέχεια μπαίνει κι αυτός στο μπάνιο για ντους. Σε λίγο βγαίνει φορώντας ένα μπουρνούζι.
Eκείνη τον κοιτάζει και του λέει: «Γιατί φοράς μπουρνούζι; Tώρα πια είμαστε παντρεμένοι».
Eτσι εκείνος βγάζει το μπουρνούζι κι εκείνη αρχίζει τα επιφωνήματα, «Ωωω, ααα, άσε με να σε τραβήξω φωτογραφία».
Kαμαρώνοντας, ο σύζυγος τη ρωτάει γιατί και η σύζυγος του απαντάει:
«Για να τη μεγεθύνω!»

Ένας τσοπάνος πάει στο δικαστήριο

να καταθέσει ως μάρτυρα. 
Πρόεδρος: "Πως λέγεσαι;" 
Μάρτυς: "(λέει το όνομά του)." 
Π: "Είσαι παντρεμένος;" 
Μ: "Ποιος εγώ;" 
Π: "Ναι, εσύ."
Μ: "Είμαι."
Π: "Με ποιαν;"
Μ: "Ποιος, εγώ;"
Π: "Μα μη λες συνέχεια ποιος; εγώ; . Λέγε τώρα με ποια είσαι παντρεμένος;"
Μ: "Με μια γυναίκα."
Π: "Βρε, βλάκα, ξέρεις κανέναν που να είναι παντρεμένος με άντρα;"
Μ: "Ποιος; Εγώ; Ξέρω."
Π: "Ποιόν;"
Μ: "Την αδερφή μου."

Ένας τελειόφοιτος της Ψυχολογίας έπρεπε να κάνει μια εργασία για τα δυνατά συναισθήματα.

Ο επιβλέπων καθηγητής του συνέστησε να αποφύγει τους ανθρώπους των πόλεων, πολλά λόγια και λίγη ουσία. 

Έπρεπε λοιπόν να ψάξει για πηγές στην ύπαιθρο. 
Μια και δυο, παίρνει τα βουνά και σ` ένα χωριό κάπου εκεί στην Μακεδονία εντοπίζει έναν βλάχο.

-Γεια σου μπάρμπα… μπλα μπλα μπλα …θυμάσαι να μου πεις μια φορά που να σου `τύχε κάτι και να χάρηκες ΠΟΛΥ?

Ο βλάχος σκέφτεται, σκέφτεται…

-Μια φορά, πριν πολλά χρόνια ένας γείτονας-Θεός σχωρεστον -έχασε ένα πρόβατο στο βουνό. 
Μαζευτήκαμε λοιπόν καμία δεκαριά νοματαίοι, βγήκαμε στο βουνό, βρήκαμε το πρόβατο, το γ—–με και το φέραμε πίσω.

»Αυτό δεν μπαίνει στην εργασία… για να ξαναδοκιμάσω», σκέφτεται ο φοιτητής.
-Ωραία… μήπως θυμάσαι καμιά ΑΛΛΗ φορά, που να `γίνε κάτι ΑΛΛΟ και να χάρηκες ΠΟΛΥ?

Ξανασκέφτεται ο βλάχος….
-Μια άλλη φορά, ένας άλλος γείτονας-Θεός σχωρεστον κι αυτόν-έχασε την κόρη του στο βουνό. Ε, μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά άντρες, βγήκαμε στο βουνό, ψάξαμε, τη βρήκαμε, τη γ—–με και τη φέραμε πίσω.

»Σε λάθος κατεύθυνση ψάχνω, ας αλλάξω θέμα σκέφτεται ο φοιτητής»

-Ωραία, μπάρμπα …τώρα να σε ρωτήσω κάτι άλλο… θυμάσαι να μου πεις αν σου έτυχε ποτέ τίποτα που να ντράπηκες ΠΟΛΥ???

Ο βλάχος πέφτει σε βαθιά περισυλλογή… 
το βλέμμα χαμηλωμένο… και τελικά, με ύφος μεγάλης ένοχης λέει:

-Μια φορά χάθηκα στο βουνό……..

Δυο μεθυσμένοι που είναι και οι μοναδικοί πελάτες κάθονται στο μπαρ

Κάποια στιγμή ρωτά ο μεγαλύτερος σε ηλικία τον άλλο: 
- Δε μου λες ρε παλικάρι που μένεις; 
- Στην Κυψέλη απαντά ο νεότερος. 
- Κοίτα σύμπτωση και εγώ εκεί μένω. Σε ποιον δρόμο; 
- Στην Φ. Νέγρη λέει ο νεότερος.
- Μη μου πεις και εγώ στον ίδιο δρόμο μένω. Σε ποιόν αριθμό;
- Στο 24.
- Δεν το πιστεύω και εγώ στο νούμερο 24 μένω. Και σε ποιον όροφο;
- Στον τρίτο λέει ο άλλος.
- Δεν είναι δυνατόν και εγώ στον τρίτο μένω. Και πως σε λένε;
- Παπαδόπουλο.
- Για κοίτα να δεις και μένα Παπαδόπουλο με λένε.
Ξαφνικά ακούγεται η βαριά χοντρή φωνή του μπάρμαν να λέει:
- Ρε δεν πάτε στο διάολο πατέρας και γιος κάθε βράδυ τα ίδια μου κάνετε!