Δύο γύφτισσες μάζευαν πατάτες στο χωράφι και λέει η μία:


- Αυτή η πατάτα μοιάζει με το πουλί
του άντρα μου.
- Τι τόσο μεγάλο είναι;
- Όχι, τόσο βρώμικο!!

Ένας γέρος 90 χρονών με τρομερό Πάρκινσον πάει σε έναν “οίκο ανοχής”.


Λέει λοιπόν στην «κυρία» του σπιτιού:
- Θέλω πέντε γυναίκες.
-Τι να τις κάνεις ρε παππού εσύ πέντε γυναίκες;
-Δουλειά σου, της λέει, έχω λεφτά και πληρώνω, θέλω πέντε γυναίκες είπα!
-Τι να κάνει λοιπόν κι αυτή του στέλνει πέντε γυναίκες.
Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο οι γυναίκες τις λέει:
-Η μία θέλω να μου πιάσει το ένα χέρι, η άλλη το άλλο χέρι, η τρίτη το ένα πόδι, η τέταρτη το άλλο πόδι, κι εσύ, λέει στην πέμπτη, θα έρθεις και να καθίσεις πάνω στη ψωλή μου!
Μόλις τα κάνουν όλα αυτά που τους είπε, λέει ο παππούς:
-Ωραία,  τώρα εσείς οι τέσσερις αφήστε με.

Ο μύλος θέλει μυλωνά


και το καράβι μούτσο,
ο κώλος θέλει υπομονή
και οι γυναίκες
.
.
.
...αγάπη, αλλά μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεστε...!!!

Όσο περισσότερο φωνάζει μια γυναίκα τα βράδια,


τόσο λιγότερο γκρινιάζει την ημέρα.

Κάτω απ το παραθύρι σου ήρθα για να τη παίξω τραβάω λοιπόν το φερμουάρ και τη πετάω έξω.


Σε φώναξα αγάπη μου να βγεις να δεις τι κάνω
(στο μεταξύ τη κρέμασα στον ώμο μου επάνω).
Βγήκες. Την είδες. Τά ‘χασες. Σου φάνηκε μεγάλη
γιατί εσύ από κοντά ποτέ δεν είχες δει άλλη.
Δειλά δειλά ξεκίνησα μπροστά σου να τη παίζω
με γλύκα της φερόμουνα χωρίς να τη πιέζω.
Κι όσο η ώρα πέρναγε, την έπαιζα με πάθος
άνετα και πιο γρήγορα, χωρίς να κάνω λάθος.
Εσύ μου χαμογέλασες και μου πες “παίχτην κι
άλλο
μη σταματάς αγάπη μου” και μού ‘κανες σινιάλο.
Το μάτι σου μου έκλεισες κι ένα φιλί μου
στέλνεις
μα από αυτήν τα μάτια σου με τίποτα δεν
παίρνεις.
Και τα λεπτά κυλούσανε κι εγώ την παίζω κι
άλλο
με τίποτα δεν ήθελα ‘κει που ‘ταν να τη βάλω.
Ξάφνου σ ένα παράθυρο βγαίνει μία γυναίκα
και γύρω εκεί στη γειτονιά, βγήκαν και άλλοι
δέκα.
Και η γυναίκα φώναξε “τι κάνεις ρε παπάρα;
μέσα στο δρόμο ώρα τρεις κι εσύ παίζεις
κιθάρα...!!!!!!!!!!!!!!!!