Ήταν δυο φίλοι μουσικοί.


Ξαφνικά πεθαίνει ο ένας από καρδιά. Πέφτει σε μελαγχολία ο άλλος. Περνάει ο καιρός κι αυτός δε μπορεί ακόμα να αποδεχτεί την απουσία του φίλου του. Κάθε μέρα παρακαλά το Θεό να δει ξανά τον φίλο του, έστω για λίγο.
Ξαφνικά γίνεται ένα θαύμα κι εμφανίζεται μπροστά του!
- Γρηγόρη! Πόσο μου έλειψες! Δεν το πιστεύω ότι σε βλέπω! Κάθε μέρα ζω με την ελπίδα ότι όπου κι αν είσαι, περνάς καλά…!
- Όντως, η αλήθεια είναι ότι περνάμε πολύ καλά. Βασικά Σωτήρη εγώ ήρθα εδώ σήμερα είναι για να σου πω κάποια πράγματα.
- Καλά ή κακά;
- Και τα δύο.
- Πες τα καλά πρώτα…
- Τα καλά είναι ότι περνάμε καταπληκτικά! Συναυλίες συνεχώς. Προχτές έπαιζε ο Bob Marley κι από κάτω όλοι τραγουδούσαμε «No Woman No Cry»… Πριν μια βδομάδα έπαιξε ο Kurt Cobain με τον Jim Morisson, έχουν κάνει νέο γκρουπ πλέον… Άσε σου λέω, πολύ καλά σκηνικά…
- Απίστευτο! Αυτό είναι καταπληκτικό! Και τα άσχημα; Ποια είναι τα άσχημα;
- Εχμ… βασικά… βγήκαν αφίσες… παίζεις το Σάββατο…!!!

Ένας τύπος με μηχανή


πάει να περάσει τα Μεξικανικά σύνορα με δύο σάκους να ισορροπούν στους ώμους του .
Φρουρός : ” Τι έχεις στους σάκους ; ”
Τύπος : ” Αμμο ! ”
Ο φρουρός τον κατεβάζει από τη μηχανή , ψάχνει τους σάκους … γεμάτοι άμμο . Ο τύπος τα μαζεύει , ανεβαίνει στη μηχανή και φεύγει . Μετά από δύο εβδομάδες , πάλι τα ίδια …
Φρουρός : ” Τι έχεις εκεί ; ”
Τύπος : ” Αμμο ! ”
Φρουρός : ” Κατέβα να σε ψάξουμε “. 
Τα ίδια … τίποτα παρά άμμος και ο τύπος ανέβηκε στη μηχανή και έφυγε .
Κάθε δύο εβδομάδες , επί έξι μήνες , οι έρευνες συνεχίστηκαν . Τελικά , μια βδομάδα ο τύπος δε φάνηκε . Ωστόσο , τον πέτυχε ο φρουρός στο κέντρο της πόλης και του λέει :
” Κολλητέ , μας είχες τρελάνει . Ξέραμε ότι κάτι πέρναγες λαθραία πάνω – κάτω . Δε θα πω τίποτα σε κανέναν … τι λαθραία περνούσες απ τα σύνορα ; ”
Κι ο τύπος απαντά :
” Μοτοσικλέτες ” .

Κάποιος, κάπου, κάποτε είχε ένα θεματάκι: όπου κι αν πήγαινε, από τη δουλειά μέχρι το καφενείο


με ένα «καλώς τον κερατά» τον υποδέχονταν και με ένα «γεια σου, ρε τάρανδε» τον αποχαιρετούσαν.
Μια, δυο, τρεις και χίλιες δεκατρείς, πήγε να πέσει σε κατάθλιψη ο άνθρωπος. Μέχρι που μια μέρα δεν άντεξε και τον έπνιξε το παράπονο μπροστά σε έναν παιδικό του φίλο που είχε έλθει να τον δει από το εξωτερικό.
—Τι έχεις, ρε Νώντα; Γιατί είσαι έτσι; Δεν μπορώ να σε βλέπω, μου μαύρισες την ψυχή.
—Τι να ‘χω, ρε Αρτέμη; Να, όπου πάω κι όπου σταθώ, κερατά με ανεβάζουνε, κερατά με κατεβάζουνε. Γελάει όλη η πόλη μαζί μου.
—Τι λες τώρα! Και εσύ τι κάνεις; Τους πιστεύεις;
—Τι να σου πω, ρε Αρτέμη. Πολλά λένε, πολλοί τα λένε, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό για να πιστέψω.
—Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Εμένα η γυναίκα σου δεν με ξέρει. Κανείς εδώ δεν με ξέρει παρά μόνο εσύ. Θα στηθώ έξω από το σπίτι σου την ώρα που φεύγεις, θα την παρακολουθήσω και θα δω πού θα πάει και τι θα κάνει. Μετά θα έλθω να σου πω. Αν είναι ένοχη, δεν μπορεί, μια, δυο, τρεις, κάπου θα την πιάσω.
—Αν το κάνεις αυτό για το φίλο σου, θα σου έχω μεγάλη υποχρέωση.
Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί στήνεται ο φίλος έξω από το σπίτι του κολλητού του. Λίγη ώρα αργότερα, τον παίρνει στο τηλέφωνο.
—Έλα, έχω νέα. Πρέπει επειγόντως να σε δω.
—Καλά ή κακά; Πες μου, με τρώει η αγωνία.
—Έλα και θα σου πω.
Ύστερα από λίγο συναντιούνται στο καφενείο.
—Λέγε, λέγε, δεν αντέχω.
—Τι να σου λέω; Περιβόλι η κυρία.
—Δηλαδή;
—Με το που βγαίνει από το σπίτι, την παίρνω στο κατόπι. Δυο στενά πιο κάτω, την περιμένει ένα αμάξι. Μέσα είναι δύο τύποι. Μπαίνει μέσα και φεύγουν.
—Και μετά και μετά;
—Από πίσω κι εγώ με το μηχανάκι. Δέκα λεπτά αργότερα, σταματούν σε ένα ξενοδοχείο. Ξέρεις τι ξενοδοχείο. Απ’ αυτά τα «πονηρά».
—Και μετά και μετά;
—Μετά ανεβαίνουν και οι τρεις πάνω. Ορμάω κι εγώ, χαρτζιλικώνω το ρεσεψιονίστ και μου δίνει το διπλανό δωμάτιο.
—Και μετά και μετά;
—Στην αρχή δεν ακούω τίποτα. Λίγο μετά, ακούω κάτι λαχανιάσματα και μετά κάτι βογκητά. Δίνω μία, πηδάω από το μπαλκόνι μου στο δικό τους και κρυφοκοιτάω πίσω από τις κουρτίνες. Και τι να δω, ρε Νώντα;
—Τι είδες; Πες μου, τρελαίνομαι!
—Η δικιά σου, γυμνή πάνω στο κρεβάτι. Ο ένας ξαπλωμένος δίπλα της και ο άλλος όρθιος αρχίζει να γδύνεται, εμφανώς ξαναμμένος.
—Και μετά και μετά;
—Τι και μετά και μετά; Με το που γδύνεται ο δεύτερος και ξαπλώνει κι αυτός, ο άλλος κάνει μια με το χέρι του και σβήνει το φως. Πίσσα το σκοτάδι, όσο και να προσπάθησα, ρε Νώντα, δεν μπόρεσα να δω κάτι παραπάνω.
—Ααααχ, είδες τι σου έλεγα, ρε Αρτέμη;
Αυτές οι ρημάδες οι αμφιβολίες είναι που θα με φάνε…

Σε μια καφετέρια στην Καρδίτσα


μια κοπέλα έπινε τον καφέ της όταν την πλησιάζει ένας νεαρός και της λέει:
- Πλίτς;
Μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς της λέει, η κοπέλα ρωτάει το γκαρσόνι που πέρναγε δίπλα της.
- Τι είναι αυτός;
Το γκαρσόν τον κοιτάζει και απαντά:
- Αυτός; Είναι πλατς!
Πάλι δεν κατάλαβε η κοπέλα και απευθύνθηκε σε κάποιον που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι μήπως εκείνος μπορούσε να της εξηγήσει.
- Α… λέει εκείνος. Αυτός που σε πλησίασε σε ρώτησε αν πλήττεις(πλίτς). Και το γκαρσόνι που ρώτησες να σου πει τι είναι αυτός, σου είπε ότι είναι πελάτης!(πλατς)

Ένα ζευγάρι είχε σοβαρά οικονομικά


προβλήματα γιατί ο μισθός του άντρα δεν έφτανε για να ζήσουν. Με τα πολλά αποφασίζουν ότι η μόνη λύση είναι να βγει η γυναίκα στο κλαρί.
Το πρόβλημα; είναι άσχετη με αυτά (χρήματα, ψάρεμα, στέκια), όποτε συμφωνούν να πηγαίνει και ο άντρας μαζί, μήπως έχει πρόβλημα και θα παρκάρει το αυτοκίνητο του λίγα μέτρα παραπέρα.
Πάνε σε ένα στέκι, παρκάρει ο άντρας σε ένα σοκάκι και η γυναίκα παίρνει το ανάλογο ύφος και περιμένει πελάτη. Κάποια στιγμή έρχεται κάποιος και τη ρωτά:
- “Γεια σου κούκλα, πόσο πάει;”
- “Τυχαίνει να μην ξέρω, μπορείς να περιμένεις μισό λεπτό;”
Τρέχει η γυναίκα πίσω στον άντρα της και τον ρωτά πόσο είναι η ταρίφα και εκείνος της απαντά 40 ευρω. Γυρίζει πίσω στον πελάτη και του λέει το ποσό. Την ρωτά ο πελάτης:
- “Και τι προσφέρεις για αυτό το ποσό;”
- “Μπορείς να περιμένεις πάλι για λίγο;”
Τρέχει πάλι πίσω στον άντρα της και τον ρωτά:
- “Το κανονικό για μια φορά’, της απαντά.
Πάει πίσω στον πελάτη και του το λέει. Κοιτάει ο πελάτης το πορτοφόλι του και δυστυχώς για αυτόν έχει μόνο 30 ευρώ.
- “Δυστυχώς έχω μόνο 30 ευρώ, τι μπορώ να έχω με αυτά;”
- “Μισό λεπτάκι θα κάνω, περίμενε έτσι.”
Πάει πάλι στον άντρα της και του λέει το πρόβλημα. Αφού σκέφτεται για λίγο της απαντά ότι φτάνουν για μια μ……α. Τρέχει αυτή πίσω και το λέει του πελάτη και αυτός συμφωνεί. Μόλις όμως του ξεκουμπώνει το φερμουάρ βγαίνει ένα μόριο]κοντά στους 35 πόντους. Μόλις το βλέπει η γυναίκα τρέχει πίσω στον άντρα της και του λέει:
- “Γίνεται να του δανείσουμε 10 ευρω;”