Πεθαίνουν τρεις φίλοι: ο Κώστας, ο Νίκος και ο Γιάννης και πηγαίνουν στην Κόλαση.


Εκεί τους περιμένει ο διάβολος.

Εκείνη τη στιγμή ανοίγει μία πόρτα και βλέπουν και οι τρεις μία γυναίκα κακάσχημη, 1,30 ύψος, 200 κιλά, τόσο βρώμικη που μύριζε μέχρι εκεί που βρίσκονταν, παρά την απόσταση.

Λέει ο διάβολος:

- Κώστα, αμάρτησες και γι αυτό θα περάσεις όλη την δεύτερη ζωή σου στο κρεβάτι με αυτή τη γυναίκα.

Και ήρθαν τα διαβολάκια και τον παίρνουν και τον πάνε σε εκείνη. Μετά έρχεται η σειρά του Νίκου.

Ανοίγει λοιπόν μια άλλη πόρτα και βλέπει μια άλλη γυναίκα κακάσχημη, χειρότερη και από μάγισσα που ζει στη Σομαλία, 2,20 ύψος, 50 κιλά, πολύ βρώμικη και γεμάτη μύγες, με λίγα λόγια χειρότερη και από την πρώτη.
Λέει ο διάβολος:

- Νίκο, αμάρτησες και γι αυτό θα περάσεις όλη την δεύτερη ζωή σου στο κρεβάτι με αυτή τη γυναίκα.
Και τα διαβολάκια τον παίρνουν και τον πηγαίνουν εκεί.

Ο Γιάννης που είχε δει τα προηγούμενα δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε τρομοκρατηθεί, φοβόταν μήπως του βγει καμία κακάσχημη, αλλά εκείνη τη στιγμή ανοίγει μια τρίτη πόρτα και βγαίνει η Σίντυ Κρόφορντ.

Ο Γιάννης τρελάθηκε, άρχισε να λέει τι τυχερός που ήταν, οπότε λέει ο διάβολος:

- Σίντυ, αμάρτησες!!!


Ο γάμος μεταξύ ενός γέρου αγρότη και μιας νεαρής γυναίκας δεν πήγαινε πολύ καλά.


Ως εκ τούτου, ο γέρος αποφάσισε να πάει στο γιατρό για να δει τι μπορεί να κάνει.
Μετά από πολλές εξετάσεις , ο γιατρός του είπε:

- Την επόμενη φορά που θα είσαι στο χωράφια και αισθανθείς μεγάλη επιθυμία για τη γυναίκα σου να μην περιμένεις μέχρι να γυρίσεις το μεσημέρι ή το βράδυ, αλλά να τρέξεις στο σπίτι αμέσως!

- Το έκανα - είπε ο αγρότης - αλλά μέχρι να φτάσω στο σπίτι ήμουν τόσο κουρασμένος που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.

Ο γιατρός σκέφτηκε για λίγο και του λέει:

- Λοιπόν , άκουσε τι θα κάνεις , θα πάρεις μαζί σου το δίκαννο και αμέσως μόλις νιώσεις ότι είσαι <δυνατός>, θα ρίχνεις μια ντουφεκιά , και να της πεις ότι όταν ακούει έναν πυροβολισμό να έρχεται εκείνη γρήγορα σε εσένα.

Μετά από αρκετές εβδομάδες, ο γιατρός και ο αγρότης συναντώνται τυχαία στο δρόμο και τον ρωτάει ο γιατρός:

- Λοιπόν, πώς πήγε, όλα εντάξει ;

- Τις τρεις πρώτες μέρες , γιατρέ μου, όλα πήγαν πολύ καλά,

στη συνέχεια ξεκίνησε η κυνηγετική περίοδος

και από τότε δεν την έχω ξαναδεί.

Συναντιόνται δυο φίλοι και μετά τα «τι κάνεις και πώς είσαι»


και τα σχετικά, ρωτάει ο
πρώτος :
- Με τη χολή σου εντάξει; Την έκανες την
επέμβαση που έλεγες;
- Μπα, όχι. Μπήκα στο χειρουργείο, αλλά δεν
άντεξα. Φοβήθηκα. Πριν με ναρκώσουν οι
γιατροί, τους την κοπάνησα και βγήκα έξω.
- Δεν είμαστε καλά. Τι φοβήθηκες μωρέ; Πιο
απλή επέμβαση από τη χολή δεν υπάρχει.
Είναι πιο απλή κι από τις αμυγδαλές και την
σκωληκοειδίτιδα.
- Δεν αντιλέγω αλλά, να, ήταν επάνω από το
κεφάλι μου και δύο νοσοκόμοι και ο
αναισθησιολόγος και όλο αυτό έλεγαν και
ξανάλεγαν «μη σε νοιάζει», «όλα καλά θα
πάνε», «μια γελοία επέμβαση είναι, θα δεις»…
- Καλά σου έλεγαν. Έτσι είναι. Συνεχίζω και
δεν σε καταλαβαίνω. Εσύ γιατί φοβήθηκες;
- Φοβήθηκα γιατί δεν τα έλεγαν σε μένα. Στον
γιατρό που θα με χειρουργούσε τα λέγαν!

Η δύναμη της θέλησης..


Κάποτε ο Πλάτωνας πήγε στο Σωκράτη και τον ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνει για να είναι σίγουρος ότι θα πετύχει εκείνο που θέλει.
Ο Σωκράτης τον πήγε σε μια Λίμνη και του βούτηξε το κεφάλι μέσα στο νερό για πολύ ώρα.
Στο τέλος ο Πλάτωνας, απελπισμένος και κοντεύοντας να σκάσει, κατάφερε να του ξεφύγει και να τινάξει το κεφάλι του έξω φωνάζοντας.
-Τι κάνεις εκεί? Πας να με σκοτώσεις?
Ο Σωκράτης αποκρίθηκε ήρεμα
- Όταν θα θέλεις κάτι με την ίδια λαχτάρα
που ήθελες αυτή την ανάσα, τότε να ξέρεις πως θα το πετύχεις.....

Ξεμένει ταξιδιώτης ένα βράδυ σε χωριό ποντίων.


Αφού μένει στο τοπικό ξενοδοχείο, βγαίνει στο καφενείο με τον ξενοδόχο.
Μαζεμένοι όλοι οι πόντιοι στο καφενείο λένε....αριθμούς.
Σηκώνεται ένας και λέει "232", χαμός στα γέλια σε όλο το μαγαζί.
Αλλος λέει "256",άλλος "547" και συνεχώς γελάνε.
Ρωτάει τον ξενοδόχο :"τι γίνεται ρε φίλε εδώ;;"
-"έχουν κάνει τα ποντιακά ανέκδοτα σε νούμερα και αναφέρουν μόνο τα νούμερα, και ξέρουν ποιο ανέκδοτο είναι και γελάνε".
Σε κάποια στιγμή σηκώνεται ο ταξιδιώτης και λέει "2479".
Ακολουθεί χαλασμός γέλιου σε όλο το καφενείο και όλοι οι πόντιοι κλαίνε στα γέλια.
Μετά από 10λεπτά γέλιου, ρωτάει ο ταξιδιώτης στον ξενοδόχο φίλο του "τί έγινε;;"
Ο ξενοδόχος του απαντάει "μπράβο ρε μάγκα,...πρώτη φορά το ακούνε" .