Μια γυναίκα πηγαίνει στο γιατρό, ανησυχώντας για την ψυχραιμία του συζύγου της.


Ο γιατρός ρωτά: «Ποιο είναι το πρόβλημα;»
Η γυναίκα λέει: «Γιατρέ, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Κάθε μέρα ο σύζυγός μου φαίνεται να χάνει την ψυχραιμία του χωρίς λόγο και με φοβίζει».
Ο γιατρός λέει: «Έχω μια θεραπεία γι' αυτό. Όταν φαίνεται ότι ο σύζυγός σας θα θυμώσει, απλά να πάρετε ένα ποτήρι νερό και να αρχίσετε να το κάνετε μπουκώματα στο στόμα σας. Απλά να το στριφογυρίζετε, αλλά μην το καταπιείτε, μέχρι ή την αποχώρησή του από το δωμάτιο ή να πάει στο κρεβάτι να κοιμηθεί».
Δύο εβδομάδες αργότερα η γυναίκα επιστρέφει στο γιατρό, φρέσκια και ξαναγεννημένη.
Η γυναίκα λέει: «Γιατρέ ήταν λαμπρή ιδέα. Κάθε φορά που ο σύζυγός μου άρχιζε να χάνει την ψυχραιμία του, εγώ μπούκωνα το νερό και ηρεμούσε αμέσως. Πώς ένα ποτήρι νερό το κάνει αυτό;;;»
Ο γιατρός λέει: «Το ίδιο το νερό δεν κάνει τίποτα. Το κόλπο είναι ότι κρατούσατε το στόμα σας κλειστό».

Εν αρχή εποίησε ο Θεός τον Αδάμ και του είπε «Κατέβα στην κοιλάδα»


- Τι είναι κοιλάδα ; ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε .
- Ανέβα στο βουνό που είναι στο τέλος της κοιλάδας , του είπε ο Θεός
- Τι είναι βουνό; ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε.
- Εκεί θα βρεις μια σπηλιά, του είπε ο Θεός.
- Τι είναι σπηλιά ; ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε.
- Μέσα στη σπηλιά υπάρχει μια γυναίκα, του είπε ο Θεός.
- Τι είναι γυναίκα ; ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε (μέσες-άκρες).
- Αυξάνεστε και πληθύνεστε, του είπε ο Θεός.
- Τι είναι Αυξάνεστε και πληθύνεστε ; ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Αδάμ, κατέβηκε την κοιλάδα, ανέβηκε στο βουνό, βρήκε τη σπηλιά, μπήκε στη σπηλιά, βρήκε τη γυναίκα, και μετά από 15 λεπτά βγήκε από τη σπηλιά, κατέβηκε το βουνό, διέσχισε την κοιλάδα και πλησίασε τον Κύριο και τον ρώτησε:
.
.
- Τι είναι πονοκέφαλο ;;;

Μία γριά περπατάει στο πεζοδρόμιο σέρνοντας δύο σακουλές σκουπιδιών, μία σε κάθε χέρι...


Μία από αυτές έχει μια τρύπα χαμηλά και κάθε λίγο ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ βγαίνει και παρασέρνεται σιγά σιγά από το αεράκι.

Ένας αστυφύλακας το προσέχει και πηγαίνει προς το μέρος της γριάς, λέγοντας:

- Γιαγιά, σου έπεσε ένα χαρτονόμισμα από τη σακούλα.

- Φτου σου, ήταν τρύπια. Ας τρέξω προς τα πίσω μήπως μπορέσω να μαζέψω μερικά. Λέει η γριά.

- Επ, πού πας; Πού βρήκες τόσα λεφτά; Δεν πιστεύω να τα έκλεψες; λέει ο αστυνομικός.

- Όχι, όχι να σου εξηγήσω. Το σπίτι μου και ο κήπος μου είναι ακριβώς δίπλα από το πάρκινγκ του γηπέδου και όταν έχει αγώνα, έρχονται πολλοί και κατουράνε τα λουλούδια μου. Έτσι και εγώ πηγαίνω πίσω από τα λουλούδια με το ψαλίδι του κλαδέματος και όταν κάποιος τη βγάζει για κατούρημα του λέω «ή δίνεις 20 ευρώ ή στην έκοψα!»

- Χα, χα πολύ έξυπνο γιαγιά, λέει το όργανο της τάξης. Πολύ καλά τους κάνεις. Άντε να πας στο καλό. Α! Και τί έχεις στην άλλη σακούλα;

- Ε, δεν πληρώνουν και όλοι..

Περπατούσε μια μέρα ο Πάπας της Ρώμης


που κατόρθωσε να ξεφύγει για λίγο από τα καθήκοντά του, στο δρόμο, μέχρι που περνάει έξω από μια αντιπροσωπία με λιμουζίνες και σκέφτεται να μπει μέσα. Καθώς κοίταζε δεξιά και αριστερά, έρχεται ένας πωλητής και το ρωτά :
- Μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
- Μια ζωή είμαι στο πίσω κάθισμα και μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πως είναι να οδηγεί κανείς μια λιμουζίνα. θα μπορούσα μήπως να το πάρω για μια βόλτα; του απαντάει ο Πάπας.

- Φυσικά, του απαντάει ο πωλητής
Οπότε ο Πάπας μπαίνει μέσα, βάζει μπροστά και φεύγει. Στο δρόμο όμως έτρεχε και τον σταματά ένας τροχονόμος. Κατεβάζει το παράθυρο ο πάπας και του λέει :
- Δεν γίνεται παιδί μου να κάνουμε τίποτα για να μην δημιουργηθεί καμιά ιστορία;
- Θα δω τι μπορώ να κάνω, του απαντά ο τροχονόμος και πάει πίσω στο αυτοκίνητό του.
Παίρνει πίσω στο κέντρο και μιλά στον ίδιο τον αρχηγό της τροχαίας.
- Αρχηγέ, του λέει, έχω κάποιον μεγάλο εδώ, μπορούμε να κάνουμε τίποτα;
- Ποιος είναι; τον ρωτά ο αρχηγός, ο δήμαρχος;
- Μπα… πιο μεγάλος είναι σίγουρα, του απαντάει αυτός.
- Ποιος είναι, τον ρωτά ξανά, κανένας υπουργός;
- Μπα… πιο μεγάλος είναι, του απαντά ξανά ο τροχονόμος.
- Μα ποιος είναι επιτέλους; τον ρωτά ξανά ο αρχηγός.
.
- Δεν ξέρω ποιος είναι, του λέει ο τροχονόμος, αλλά έχει τον Πάπα για σοφέρ!!!!!

Κόλπα για τη δίαιτα


  1. Αν κανένας δεν σας βλέπει να τρώτε, τότε αυτό που τρώτε δεν έχει θερμίδες.

  2. Αν πίνετε μια διαιτητική σόδα τρώγοντας μια σοκολάτα, τότε αυτά τα δύο αλληλοακυρώνονται.

  3. Όταν τρώτε με κάποιον άλλον, οι θερμίδες δεν λογαριάζονται αν και οι δύο τρώτε την ίδια ποσότητα.

  4. Τροφές που τρώγονται για ιατρικούς λόγους δεν έχουν θερμίδες. Αυτές περιλαμβάνουν σοκολάτες που δίνουν ενέργεια, brandy, κέικς και παγωτά.

  5. Οι πάστες σε κομμάτια δεν περιέχουν θερμίδες επειδή το κομμάτιασμα αφήνει τις θερμίδες να διαρρεύσουν.

  6. Εάν τρώτε φαγητό από το πιάτο ενός άλλου, οι θερμίδες δεν λογαριάζονται.

  7. Τα μεζεδάκια που σχετίζονται με τις ταινίες στην τηλεόραση ή το βίντεο έχουν πολύ χαμηλότερη θερμιδική αξία επειδή είναι τμήμα της διασκέδασης και όχι τμήμα της προσωπικής πλήρωσης σε τροφή.

  8. Και βέβαια ΥΠΑΡΧΟΥΝ διαιτητικές σοκολάτες και γκοφρέτες εκεί έξω, παρ” ότι οι εταιρίες επιμένουν να μην τις αναφέρουν στις συσκευασίες. Εμπιστευθείτε το ένστικτό σας και διαλέξτε τις σωστές.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : βασιλεύει


ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ : κυβερνάει
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : πολεμάει
ΠΟΛΙΤΗΣ : δουλεύει για και τους τρεις
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ : μπερδεύει και τους τέσσερις
ΓΙΑΤΡΟΣ : ξεμπερδεύει και τους πέντε
ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ : δηλητηριάζει και τους έξι
ΠΑΠΑΣ : κηδεύει και τους εφτά
ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ : θάβει και τους οχτώ
ΔΙΑΒΟΛΟΣ : παίρνει και τους εννιά
ΓΥΝΑΙΚΑ : εξαπατά και τους δέκα…!!

Κάποτε ένας χωρικός αγόρασε πέντε αγελάδες


να παίρνει το γάλα της ημέρας του και να βγάζει και το κάτι τίς του από ότι θα περίσσευε.
Από τότε όμως που τις πήρε δεν είδε ούτε σταγόνα γάλα. Είδε κι απόειδε ο χριστιανός και παίρνει τηλέφωνο τον κτηνίατρο στο κεφαλοχώρι:
- Δεν κατεβάζουν οι τσούπρες μου γάλα γιατρέ μου. Τι να τις κάνω; Για φιγούρα θα τις έχω;
- Βρε χαζέ, του λέει ο γιατρός, πως να κατεβάσουν γάλα άμα δεν έχουνε πιάσει παιδί; Πήγαινέ τις στο ταύρο να τις γκαστρώσει και θα δεις που θα “χεις μπόλικο γάλα.

- Τώρα μάλιστα !!! Τη κάτσαμε τη βάρκα, λέει απελπισμένος ο χωρικός. Εδώ δεν υπάρχει ταύρος σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων.
- Ε τότε δεν σου μένει παρά να τις γκαστρώσεις εσύ, του απαντά με πολύ φυσικό τρόπο ο γιατρός. Φόρτωσέ τις στο φορτηγό σου πρωί πρωί, πήγαινέ τις στο βουνό, διάβασε κανένα πορνοπεριοδικό και δώσε τις να καταλάβουν !!
- Τι λες μωρέ γιατρέ; διαμαρτύρεται ο φουκαράς ο χωρικός, θα πηδάω τα γελάδια μου; Για ποιον με πέρασες;
Ο γιατρός τσαντίζεται και τον αποπαίρνει:
- Άκου να δεις, άμα δεν μπορείς να το κάνεις κακό του κεφαλιού σου. Καλύτερα πέτα τις !! Δεν είναι και τόσο φοβερό ρε παιδί μου. Δοκίμασε αύριο το πρωί και θα με ευγνωμονείς. Μόλις τις ξανα φέρεις, παρατήρησε τη συμπεριφορά τους. Άμα πιάσει από ένα δένδρο η κάθε μία και βόσκει με σκυμμένο το κεφάλι, η δουλειά πέτυχε, ενώ άμα κοιτάνε σα χαζές δεξιά και αριστερά, πρέπει την άλλη μέρα να τις ξαναπηδήξεις μέχρι να πιάσουν. «Ρε που μπλέξαμε» σκέφτεται ο χωρικός, αλλά τι να κάνει, την άλλη μέρα το πρωί, φορτώνει τις αγελάδες στο φορτηγάκι, τις πάει στο βουνό, χτυπάει και δύο Viagra και αρχίζει το «τι σου κάνω μάτια μου» Κάποτε, τελειώνει το θεάρεστο έργο του και ξαναγυρνάει στο σπίτι του μαζί με το τετράποδο χαρέμι του. Με πολλή αγωνία αρχίζει να παρακολουθεί τις κινήσεις των ζωντανών, αλλά δυστυχώς οι αγελάδες χαζεύουν δεξιά κι αριστερά και με κάθε τρόπο δείχνουν ότι οι βολές ήτανε άσφαιρες. Αναγκαστικά, την άλλη μέρα νωρίς νωρίς το πρωί, η μοναξιά του κτηνοβάτη συνεχίζεται. Τι την Ορνέλα Μούτι φαντασίωνε, τι τη γειτόνισσα, τι τη φουρνάρισσα, τελικά κακήν κακώς τα κατάφερε να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά την πρωινή του ηδυπάθεια και πτώμα στη κυριολεξία να ξαναγυρίσει στο σπίτι του.
Μάταια όμως και πάλι, γιατί η αγελάδες εξακολουθούσαν να έχουν το χαζοβιολέ στυλ και να τον δαιμονίζουν.
Η δουλειά αυτή συνεχίστηκε για άλλη μια μέρα, οπότε ο άνθρωπος είχε ρέψει στα πόδια του πια και τεζάρισε στο κρεββάτι όπου κοιμήθηκε για 24 ώρες σχεδόν. Ξυπνώντας το άλλο πρωί, λέει στη γυναίκα του:
- Κοίταξε βρε Κρουστάλλω μου, τι κάνουν αυτές οι αναθεματισμένες. Είναι κάτω από ένα δένδρο ή κοιτάνε σα χαζές δεξιά κι αριστερά;
- Δεν ξέρω τι μ” λες εσύ Μήτρο μ’, αλλά αυτές έχουν ανέβει στο φορτηγάκι και σε περιμένουνε. Η μία μάλιστα κορνάρει…

Ήταν ένας γάιδαρος, με μεγάλα αυτιά, τ’ άρεσαν, τα ψέματα, τ’ άρεσαν τα «θα».


Στο μυαλό, του κόλλησε, για να κυβερνήσει. «Οι άλλοι, είναι χειρότεροι. Ειμ’ η μόνη λύση»!
Στο μπαλκόνι, ανέβηκε, ούρλιαξαν, τα πλήθη, έτοιμα ν’ ακούσουνε, κι άλλο παραμύθι.
Άνοιξε το στόμα του, για να τους τυλίξει. Τόση πρόβα έκανε, μόνο να γκαρίξει!
Τελικά, ο κυρ γάιδαρος, πήρε τα πρωτεία. Πάλι ο κόσμος έκατσε, στο ένα απ’ τα τρία!
Γεια χαρά σου, γάιδαρε, είσαι πρώτη μάρκα. Εύκολα τον έπιασες, το λαό, μαλάκα!
Το χρειάζεται ο λαός, φαίνεται πως το’ χει, να του βάζει ο γάιδαρος, από κείνη, πο’ χει!
Ήταν ένας γάιδαρος, μα ήρθανε τρακόσοι.
Τα χορτάρια, που’ φαγαν, ποιός θα τα πληρώσει;

Ο Γιάννης πάει να δει τον ταξιδιωτικό του πράκτορα :


- Καλώς τον Γιάννη, που θα πας φέτος διακοπές;
- Θα ήθελα κάτι διαφορετικό.
- Για πες μου....
- Ξέρεις, πέρυσι πήγα Χαβάι, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν έγκυος.
- Ναι...
- Και πρόπερσι πήγα Βερμούδες, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν πάλι έγκυος।
- Ναι ...
- Και αντιπρόπερσι πήγα Μπαλί, και όταν γύρισα, η γυναίκα μου ήταν άλλη μια φορά έγκυος!
- Ναι...
- Φέτος θέλω να μου προτείνεις κάτι φτηνότερο, για να την πάρω μαζί...!!!

Συναντιούνται 2 φίλοι από τα παλιά στον δρόμο.


Αγκαλιές, φιλιά, χαρές, που είσαι τι κάνεις κτλ… Λέει ο πρώτος:
- Ρε φίλε, θες να πάμε σπίτι να γνωρίσεις και την οικογένεια μου, έχουμε χαθεί εντελώς!
- Ναι ρε του λέει…πάμε!
Όταν έφτασαν στο σπίτι, άνοιξαν την πόρτα και είδαν την γυναίκα του χύμα στον καναπέ, το σπίτι χάλια…
- Ήρθες, ρε νούμερο; Τί ώρα είναι αυτή; Έφερες ρε και το φίλο σου; Εγώ δε μαγείρεψα, οπότε πάρτε δρόμο και αλλού… και σύντομα!
Μπαίνει ο γιος στο σαλόνι.
- Γεια σου γέρο!
Μπαίνει η πεθερά.
- Ήρθες, ρε μαλάκα; Γιατί δεν πας στο καλό, να αφήσεις το κοριτσάκι μου ήσυχο ρε;
- Ρε φίλε, του λέει ο άλλος, δεν πάμε στο δικό μου σπίτι; Εδώ τα πράγματα είναι λίγο άγρια…
- Να πάτε στον αγύριστο! φωνάζει η πεθερά.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι του άλλου, είδαν την γυναίκα του να μαγειρεύει ενώ τα πάντα ήταν στην εντέλεια.
- Ήρθες, αντρούλη μου; Έφερες βλέπω και τον φίλο σου! Μπράβο, καλά έκανες, αγάπη μου! Θα σας ετοιμάσω να φάτε
- Γεια σου μπαμπάκα, του λέει η κόρη του σε στάση προσοχής.
- Γαμπρούλη μου, καλωσόρισες! Το φαγητό είναι έτοιμο, ωραίο και ζεστό… ακούγεται η πεθερά από το καθιστικό!
- Ρε φίλε, πώς τους καταφέρνεις όλους και σου φέρονται έτσι;
- Να, είναι απλό. Όλα άρχισαν από τη γάτα που είχαμε. Μια μέρα την είδα να κοιμάται στο κρεβάτι μου, νευριάζω και της δείχνω μία κίτρινη κάρτα. Μια άλλη φορά έριξε μια γλάστρα, της δείχνω άλλη μία κίτρινη. Ως τώρα είχε δύο κίτρινες. Εχτές την είδα να γρατσουνάει τον καναπέ, της δείχνω την τρίτη κίτρινη και τραβάω αυτομάτως το περίστροφο και την καθαρίζω. Ε… όλοι αυτοί που βλέπεις εδώ μέσα… έχουν ήδη από 2 κίτρινες κάρτες!