Κάτ’ απ’ το παραθύρι σου ήρθα για να τη παίξω


τραβάω λοιπόν το φερμουάρ και την πετάω έξω.
Σε φώναξα αγάπη μου να βγεις να δεις τι κάνω,
(στο μεταξύ τη κρέμασα στον ώμο μου επάνω).
Βγήκες, την είδες, τά ‘χασες. Σου φάνηκε μεγάλη
γιατί εσύ από κοντά, ποτέ δεν είδες άλλη.
Δειλά - δειλά ξεκίνησα μπροστά σου να την παίζω
με γλύκα της φερόμουνα χωρίς να την πιέζω.
Κι όσο η ώρα πέρναγε, την έπαιζα με πάθος
άνετα και πιο γρήγορα, χωρίς να κάνω λάθος.
Εσύ μου χαμογέλασες και μού πες «παίχ’ την κι άλλο,
μη σταματάς αγάπη μου,» και μού ‘κανες σινιάλο.
Το μάτι σου μου έκλεισες κι ένα φιλί μου στέλνεις
μα από αυτήν τα μάτια σου με τίποτα δεν παίρνεις.
Και τα λεπτά κυλούσανε κι εγώ την παίζω κι άλλο
με τίποτα δεν ήθελα, κει πού 'ταν, να τη βάλω.
Ξάφνου σ’ ένα παράθυρο, βγαίνει μία γυναίκα
και γύρω εκεί στη γειτονιά, βγήκαν και άλλοι δέκα.
Και η γυναίκα φώναξε: «Τί κάνεις ρε παπάρα;
μέσα στο δρόμο ώρα τρεις κι εσύ παίζεις κιθάρα;