ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΡΥΠΑΝΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ;


Δεν έχει σημασία αν οι ιερείς τού Οίκου τής Ζωής ξύριζαν τα κεφάλια τους και τα πασαλείβανε με λίπος χήνας, για να τονώσουν την προσοχή των πιστών στην σοφία τους. Τίποτα δεν είχε σημασία. Στη λεωφόρο Ραμσή Α΄ πουλούσαν γλυκίσματα με σουσάμι, μέλι και μύγες, μικρές κακοανατεθραμμένες, κούκλες με πράσινες περούκες, οι πεχλιβάνηδες από την Ανω Αίγυπτο κάναν επιδείξεις σπάζοντας αλυσίδες και οι γυναίκες τής αμαρτίας χαμογελούσαν στούς ναυτικούς, όταν καταλάβαιναν, ότι έχουν παράδες.
Κατά τα άλλα, η πόλη ήταν ήσυχη, πέρα μακριά στο ποτάμι ήταν χτισμένο το Φαραώ, γιατί φαραώ, δεν είναι τίτλος, που δίνεται σε άνθρωπο, αλλά σε παλάτι. Κι όποιος μένει στο Φαραώ είναι ο Φαραώ ο βασιλιάς. Από το Νείλο, κατέβαινε παχιά λάσπη, μαύρη και επειδή το μαύρο αιγυπτιακά το λένε κεμ, όλη την Αίγυπτο την λέγανε η χώρα τού Κεμ. Μαζί με τη λάσπη κατέβαιναν τα καράβια χοντροκομμένα γεμάτα φαγώσιμα ή άλλα εμπορεύματα και λέγανε, ότι απάνω στην κοιλάδα των βασιλέων, τα αγάλματα ήταν τόσο μεγάλα, που δεν μπορούσες να τα μετρήσεις ακόμα κι αν πάλευες ολόκληρη την ζωή σου. Οι σκλάβοι όμως, μπορούσαν, γι΄ αυτό και πέθαιναν νέοι.
Τα φοινικόδεντρα ήταν αραιά, οι άνθρωποι προτιμούσαν να σπέρνουν σιτάρι και λουλούδια τού ήλιου, που τα κάναν λάδι, για τούς χουρμάδες δεν ενδιαφερόταν κανείς.
Στη χώρα τού Κεμ ήσουν ευτυχής αν μπορούσες να φας μια φορά το μήνα κάποια παχιά χήνα, να πίνεις κάθε μέρα κείνη την γλιστερή μπύρα από κριθαρόζουμο και να πηγαίνεις να χαζεύεις στις προκυμαίες την ώρα που δέναν τα καράβια χωρίς να ανακατεύεσαι, γιατί οι ναύτες είχαν όλοι κοφτερά μαχαίρια από χαλκό και κάναν πολύ κέφι να στα χώσουν στην κοιλιά.
Και λοιπόν, όλα πήγαιναν κατά πώς ήθελε ο μεγάλος Άμμωνας, ο θεός ήλιος και ο Όσιρις και όλα τα αμέτρητα πνεύματα των ουρανών και τής γης, που τα λογαριάζουν πάνω - κάτω σε διακόσιες ενενήντα εννέα χιλιάδες. Βέβαια, μέσα σ΄ αυτούς τους θεούς, λογαριαζόντουσαν και εκείνοι που μέναν πέρα, στη Δυτική χώρα και κανόνιζαν τούς λογαριασμούς τους με τούς πεθαμένους.
Όμως, τη χώρα τού Κεμ, την ενδιέφερε η ζωή. Οι μικρές πριγκίπισσες με τα ξυρισμένα κεφάλια φορούσαν πάντα περούκες σε διάφορα χρώματα και γεννούσαν μούλους, που τους παρατάγανε μέσα σε μια καλαμένια βάρκα, να τους πάρει το ποτάμι. Όλοι ξέραν το μυστικό, αλλά κανείς δεν μαρτυρούσε ποτέ, γιατί τα μυστικά ήταν δηλητηριασμένα και αν τα ΄λεγες μπορούσες να πεθάνεις χωρίς να το καταλάβεις και χωρίς η μικρή πριγκίπισσα με τη χρωματιστή περούκα να ενδιαφερθεί κατά πού πήγε τη βαρκούλα της ο πατέρας Νείλος.
Την Αίγυπτο, ουσιαστικά, δεν την κυβερνούσαν μήτε οι Φαραώ, μήτε οι στρατιωτικοί, μήτε κανένας. Μόνο οι μεγάλοι παπάδες, με τα ξυρισμένα κεφάλια, πέντε τον αριθμό κάναν συμβούλια με τούς πλουσίους εμπόρους, που φέρνανε πραμάτεια από το Σουδάν μέχρι την έρημο τού Σινά και την πρόσω Ασία και αυτοί κανόνιζαν τα πάντα, τη ζωή και το θάνατο, το θεό και τη λατρεία και το πάχος τής χήνας. Α, ναι! Καμμιά φορά και των ψαριών, που ερχόντουσαν από το μέρος τής θάλασσας, στο δέλτα τού Νείλου.

Γενικά, η χώρα τού Κεμ, ήταν μια ευτυχισμένη χώρα, κανείς δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από τον άλλον, εκείνοι που πέθαιναν γινόντουσαν μούμιες, φτηνές με ποτάσσα, όπως λέει ο Ηρόδοτος ή πανάκριβες με πολλά υλικά, που μέναν 134 μέρες στον Οίκο τού Θανάτου, για να αποκτήσουν την αθανασία.

Πότε - πότε, ένας Φαραώ, τρελαινόταν από τον ήλιο και την ζέστη και τότε φανταζότανε, ότι αυτός είναι ο μεγάλος άρχοντας τής χώρας τού Κεμ. Οι μεγάλοι ιερείς ανησυχούσαν. Μετά γελούσαν. Μετά φώναζαν τον ιδιαίτερο γιατρό τού ηγεμόνα, που τον λέγανε «τρυπανιστή των βασιλικών κρανίων» και τού δίνανε εντολή.

- Ο μεγάλος Φαραώ μας, σάμπως δεν είναι καλά τώρα τελευταία. Ο δαίμονας Σετ σάμπως πήγε και χώθηκε στο μυαλό του και τού έκανε μεγάλη ζημιά, πρέπει, οπωσδήποτε, να βγει από κει μέσα ο δαίμονας Σετ και να ξαναβρεί τη γαλήνη ο πολυχρονεμένος μας άρχοντας.

Τότε, ο βασιλικός τρυπανιστής, κοίμιζε το μεγάλο βασιλιά με παπαρουνόζουμο και άνοιγε το κρανίο του, έντρομος ο δαίμονας Σετ, έβγαινε έξω και ο χειρουργός έβαζε στη θέση των κοκάλων, που είχε βγάλει μια χρυσή πλάκα. Ο Φαραώ ζούσε τρεις μέρες, υπάρχουν μάλιστα και παραδείγματα, που κατάφερνε να ζήσει και οκτώ. Ύστερα πήγαινε πέρα στην Δυτική χώρα, να ανταμώσει τούς προγόνους του, τού φτιάναν μια βάρκα μεγαλόπρεπη χρωματιστή, μέσα σ΄ αυτή την βάρκα βάζαν τη σαρκοφάγο του και όλα όσα χρειάζεται ένας μεγάλος Φαραώ να συντηρηθεί τρία χρόνια και τον άφηναν.

Σε τρία χρόνια ο Φαραώ ξαναγύριζε στη γη με άλλη μορφή μισοάνθρωπος - μισοτσακάλι ή μισοάνθρωπος - μισογεράκι, αλλά κανείς δεν τον έβλεπε, γιατί απαγορεύεται στους θνητούς να βλέπουν τα πνεύματα. Ο μόνος, που θα μπορούσε να τον δει, ήταν ο τρυπάνιστής των βασιλικών κρανίων, αλλά συνέβαινε πάντα μέσα στα τρία χρόνια να ΄χει πάει κι αυτός στη Δυτική χώρα και έτσι δεν μιλούσε κανείς για τον Φαραώ που πέθανε.

Τότε λοιπόν, ο Αμένουβις έτυχε να έχει διαφορετική γνώμη με τούς πέντε μεγάλους ιερείς και τούς μεγάλους εμπόρους για την τιμή τού σταριού και είπε θυμωμένα:
- Τις τιμές από δω και πέρα θα τις κανονίζω εγώ, να τρώει ο κοσμάκης μπόλικο στάρι και να πλουτίσει η χώρα τού Κεμ.
Κανένας, ούτε από τους ιερείς, ούτε από τους εμπόρους, φέραν αντίρρηση. Όταν φύγανε, ήταν τυλιγμένοι οι ιερείς στούς μακριούς λινούς μανδύες τους και οι έμποροι είχαν τούς βαστάζους να κρατάν τα φορεία τους. Όμως όλοι πήγαν με τα πόδια, το φεγγάρι έλαμπε από ψηλά και πολύ πριν φτάσουν στις Θήβες με τα μεγάλα πάρκα, σταμάτησαν, άλλοι δήθεν προς σωματική τους ανάγκη, άλλοι δήθεν να ξεκουραστούν και είπαν σιγά:
- Ποιος είναι ο τρυπανιστής τού Φαραώ;
Μετά τα μεσάνυχτα, δυο παράξενοι ιερείς, τελείως ασήμαντοι, μπήκαν στο σπίτι τού τρυπανιστή και τού δώσανε ένα πάπυρο τυλιγμένο. Ο τρυπανιστής τον διάβασε, έγινε κίτρινος, και μετά έπεσε στα γόνατα.
- Αφού αυτή είναι η θέληση τού μεγάλου Άμμωνα.
Στα σπίτια τα Φαραώ γινόντουσαν μεγάλες γιορτές και ο ίδιος ο Αμένουβις διασκέδαζε να ταΐζει τα παπάκια στις μαρμάρινες γούβες, όταν αισθάνθηκε ένα πόνο εδώ πίσω στο σβέρκο. Όλοι ανησυχήσανε.
- Τι έπαθε το αξιολάτρευτο πρόσωπο σας;
Καλέσανε τον τρυπανιστή των κρανίων, που κι αυτός πήρε το πράμα πολύ σοβαρά.

Ο διάδοχος δεν ήταν γιος τού Φαραώ. Ήταν ανηψιός του. Οι μεγάλοι ιερείς τον καλέσανε στον Οίκο τής Ζωής και τού εξήγησαν, ότι ο άνθρωπος είναι φθαρτός ακόμα και αν είναι Φαραώ και ότι πρέπει να κρατάει σταθερές τις τιμές τού σταριού.

Έξι μέρες μετά την εγχείρηση ο μεγάλος Αμένουβις, μπήκε στην βάρκα για την Δυτική χώρα, γίνανε μεγάλες παράτες, όλες οι γυναίκες φόρεσαν πορτοκαλιές περούκες, που είναι το χρώμα του πένθους και ο στρατός κρατούσε τα ακόντια με την μύτη στο χώμα. Αυτό βάστηξε ένα πρωινό. Το ίδιο βράδυ οι νέες γυναίκες φορέσανε πάλι πράσινες και γαλάζιες περούκες, οι γριές μαζεύτηκαν στο σπίτι τής πέτρας, που βρισκόταν στο βάθος των Φαραωνικών κήπων και κει πέρα περίμεναν, πότε θα υποχωρήσει το πάτωμα ξαφνικά κάτω από τα πόδια τους, για να βρεθούν μέσα στο νερό με τούς κροκοδείλους.

Ξέρανε πολλά.

Ο Ακναμών ήταν ακόμα παιδί, όταν ανέβηκε στο θρόνο με τα σκαλιστά γεράκια και τού δώσανε να κρατάει τα σύμβολα τής βασιλείας του. Και έλεγε πάντα, μάλιστα, στούς ιερείς και τούς δυνατούς κι όλοι τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν, αλλά η χώρα τού Κεμ αυτή την εποχή δεν ήταν πια μια χώρα με πολεμική δύναμη. Ένα σωρό ράτσες, που μιλάνε την Αραμαϊκή γλώσσα, λιγουρεύαν τα πλούτη και τα χρυσάφια της.

Οι παπάδες και οι έμποροι ανησυχούσαν, γιατί, όταν γίνεται άνωμαλία, πάντα εκείνοι που έχουν την δύναμη τη χάνουν, οι άλλοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Έτσι κι αλλιώς οι φορατζήδες θα ΄ρθουν με το μαστίγιο με τις εννιά ουρές να εισπράξουν τα χρωστούμενα.

Και λοιπόν, ο Ακναμών που ήταν νέος, αλλά είχε λίγο μυαλό στο κεφάλι του, κάλεσε τούς δυνατούς, παπάδες και εμπόρους και τούς μίλησε έτσι:
- Πρέπει να αποθηκεύσουμε πολύ στάρι, μήπως ο πόλεμος αφήσει τον κόσμο νηστικό. Κι άμα ο κόσμος πεθάνει, ποιος θα πόλεμήσει για το στάρι μας; Και πρέπει ακόμα, απάνω στα μεταλλεία τής Αιγύπτου να βιάσουμε τούς σκλάβους να βγάλουν πολύ μετάλλευμα, για να φτιάξουμε όπλα και άρματα, έτσι που να μπορέσουμε να αντισταθούμε στους Βαβυλώνιους και τούς Χετταίους.
Όλα αυτά ήταν σοφά, αλλά ούτε οι παπάδες το παραδεχόντουσαν, γιατί ο μεγάλος Αμμων δεν θ΄ άφηνε ποτέ απροστάτευτη τη χώρα τού Κεμ, ούτε οι έμποροι, γιατί το στάρι, ανάβει στις αποθήκες. Και δεν είπανε τίποτα, και την νύχτα δυο ιερείς πέμπτου βαθμού πήγαν στο σπίτι τού τρυπανιστή των βασιλικών κρανίων.

Βέβαια, ο Ακναμών δεν έζησε πολύ και στη θέση του μπήκε ένα παιδάκι τριών ετών, που δεν ήξερε ούτε από στάρι, ούτε από μέταλλα.

Τα άλλα, για πολέμους, για νίκες, για ήττες και για καινούριους Φαραώ, τα γράφει η Ιστορία...

Νίκος Τσιφόρος

[Απόσπασμα από το βιβλίο
τού Νίκου Τσιφόρου: "Άνθρωποι κι ανθρωπάκια".]